Από τη στιγμή
που θυμάμαι τον εαυτό μου,
ήθελα να γίνω ηθοποιός.
Μεγάλωσα
σε μεγαλοαστικό περιβάλλον,
το οποίο δεν είχε καμία σχέση
με το Θέατρο.
Οι γονείς μου
με είχαν πάει μερικές φορές
να δω παιδικές παραστάσεις,
άλλες τόσες στο Εθνικό,
αλλά όταν είδαν
που οδηγείτο το πράγμα,
μου το απαγόρεψαν τελείως.
Ήμουν μαθήτρια Γυμνασίου
όταν πήγα στον Μάνο Κατράκη
και του ζήτησα να παρακολουθήσω
τα μαθήματά του,
και να μου πει τη γνώμη του
για το αν κάνω για ηθοποιός.
Μετά από λίγο καιρό μού είπε:
”Αν γίνεις ηθοποιός,
θα χάσεις πολλά πράγματα.
Αν δε γίνεις, θα χάσει το Θέατρο.”
Δεν ξέρω αν θα έχανε το Θέατρο αλλά
έκανε λάθος ως προς το πρώτο σκέλος.
Κέρδισα πάρα πολλά.
Και δεν πέρασα καθόλου δύσκολα.
Ήμουν σίγουρη ότι ήταν το μόνο
επάγγελμα για το οποίο ήμουν ικανή.
Δε μ’ ενδιέφερε καθόλου
να πάω στο Πανεπιστήμιο.
Όταν οι γονείς μου
μ’ έστειλαν με το ζόρι στην Ελβετία,
γύρισα κρυφά κι έδωσα εξετάσεις
στο Εθνικό Θέατρο.
Εκεί πρωτοσυνάντησα
και τον Σταμάτη Φασουλή,
με τον οποίο ήμασταν στην ίδια τάξη.
Ιδρύσαμε το ”Ελεύθερο Θέατρο”
τον Ιούνιο του 1970.
Η Ελλάδα ήταν σε μια άλλη πολιτική
κατάσταση και το ”Ελεύθερο Θέατρο”
ήταν κατά βάση πολιτικοποιημένο.
Το ιδρύσαμε με την απόλυτη πεποίθηση
ότι το Θέατρο ανήκει στους ηθοποιούς
και σε κανέναν άλλο.
Είχαμε πολύ έντονο το όραμα
της συλλογικότητας.
Θεωρώ ότι
το Θέατρο εκεί το σπούδασα,
δουλεύοντας σκληρά,
ψάχνοντας σε βάθος, μελετώντας,
υπηρετώντας ένα όραμα.
Ανεβάσαμε τα πάντα.
Από Μπρεχτ μέχρι Χουρμούζη.
Μόνιμη στέγη αποκτήσαμε
όταν πήγαμε στο Άλσος Παγκρατίου.
Όταν το 1973
ανεβάσαμε με μεγάλη επιτυχία
την παράσταση ”Και Συ Χτενίζεσαι”,
κολλήσαμε στην Επιθεώρηση.
Τη στιγμή που την ανακαλύψαμε
βρισκόταν σε φάση πτώσης.
Ένα καθαρά ελληνικό είδος
με μεγάλο ενδιαφέρον,
τόσο πολιτικό όσο και υποκριτικό.
Ένα είδος αυτοσχεδιαστικό,
βασισμένο στον ηθοποιό περισσότερο
και λιγότερο στον συγγραφέα.
Το 1980 μετονομαστήκαμε
σε ”Ελεύθερη Σκηνή”.
Υπήρχε πια παραγωγός
και είχαμε χωρίσει τις αρμοδιότητες.
Έγινε κατανομή ρόλων.
Το ’85 έκλεισε οριστικά ο κύκλος και,
σαν γάμο που δεν υπάρχει πια έρωτας,
το διαλύσαμε.
Αυτό που με ανησύχησε όταν
άρχισα να παίζω τη ”Μαντάμ Σουσού”,
ήταν ότι θα με αναγνώριζαν στο δρόμο.
Αυτό δεν συνέβη,
παρ’ όλη την τεράστια επιτυχία,
γιατί ήμουν τελείως διαφορετική
στη ζωή μου.
Μόνο από τη φωνή μου
μπορούσαν να με αναγνωρίσουν.
Η χροιά της φωνής μου
είναι δραματική.
Η εκφορά είναι που την κάνει κωμική,
καθώς τη χρησιμοποιώ ανάλογα
στην κωμωδία.
Οι ”Τρεις Χάριτες”
ήταν επίσης συλλογική δουλειά.
Με είχαν ρωτήσει
αν θα ήθελα ο τίτλος να είναι:
”Η Άννα και οι Αδελφές της”
και είχα αρνηθεί.
Έχω ανεπτυγμένη
την αίσθηση της συλλογικότητας.
Μ’ αρέσει και το θεωρώ σωστότερο.
Με τους παλιούς μου συναδέλφους
νιώθω στενή καλλιτεχνική συγγένεια.
Όποτε έχει τύχει να παίξουμε πάλι μαζί,
αποδεικνύεται πόσο ισχυροί και κοινοί
είναι οι κώδικές μας.
Μ’ αρέσει που αρέσω στον κόσμο,
αυτή είναι η δουλειά μου, αλλά
συγχρόνως με κάνει και ντρέπομαι.
Μέσω της τηλεόρασης
μπαίνουμε στα σπίτια απρόσκλητοι.
Ένα παιδάκι με ρώτησε κάποτε:
– Με ξέρεις;
– Όχι, του απάντησα.
– Τότε γιατί σε ξέρω εγώ;
Άννα Παναγιωτοπούλου
Σήμερα έφυγε από τη ζωή.
……………………………………………………………
Πηγή: lifo. gr
Απόσπασμα από συνέντευξη
στον Χρήστο Παρίδη.