Ξεκίνησα να γράφω στο Δημοτικό.
Όλα μου τα τετράδια του σχολείου
ήταν γεμάτα από στίχους.
Ο πατέρας μου πήγε στη δασκάλα μου
κι εκείνη, γλυκιά και αγαπητή
του είπε, ευτυχώς:
– Αυτό είναι χάρισμα κύριε Αλιβιζάτε.
Μην τον χτυπάτε…
Πάει καιρός που το φεγγάρι
δεν περνάει από ‘δω,
το τοπίο είναι χακί
τρώει την καρδιά σου,
σε λευκό χαρτί τη νύχτα
ξαναγράφω σ’ αγαπώ,
στη σκοπιά παραμιλάω
τ’ όνομά σου.
Χθες το βράδυ στ’ όνειρό μου
τί σου είναι το μυαλό,
μπήκαν, λέει, περιστέρια
στο στρατώνα
κι όπως το ‘φερε η κουβέντα,
μου είπαν όνειρο κι αυτό,
σήκω πήγαινε στην Άννα
του Χειμώνα
Αχ Αννούλα του χιονιά
δε θα είμαι πια μαζί σου,
στου Δεκέμβρη τις εννιά
που έχεις Άννα τη γιορτή σου.