Category Archives: ΠΡΟΣΩΠΑ
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΚΟΚΚΟΤΑΣ
Ο πατέρας ήταν γιατρός
και η μητέρα τραπεζικός.
Αριστοτέλης Ωνάσης, Σταμάτης Κόκοτας

Δεν υπάρχουν κωμικοί ηθοποιοί.
Δεν υπάρχουν κωμικοί ηθοποιοί.
Υπάρχουν καλοί ηθοποιοί και κακοί.
Ένας καλός ηθοποιός
μπορεί να είναι άριστα κωμικός.
Άμα ερμηνεύσει άριστα ένα έργο
που είναι κωμικό, είναι καλός κωμικός.
Υπήρχαν ηθοποιοί ασύγκριτοι
όπως ο μέγας Βασίλης Αυλωνίτης.
Όταν όμως τον έβλεπες στο φιλμ
”Τραλαλά, τραλαλά, τραλαλά”,
δεν πήγαινε το μυαλό σου ότι
θα ήταν ο Παυλάρας στην ταινία
”Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο”.
Ο Κινηματογράφος τότε
ήταν το εξτρά, η ”αρπαχτή”.
Είχες το μεροκάματό σου
στο Θέατρο και σου λέγανε:
– Έλα και πάρε και
δεκαπέντε χιλιάδες δραχμές.
Πηγαίνανε.
Δεν εξετάζανε τίποτα.
Τί έργα ήτανε, ποιανού ήτανε,
ποιος θα τους οδηγούσε.
Δεκάρα τσακιστή δεν δίνανε.
Μοιραίο ήταν, λοιπόν,
να στραβοπατάνε.
Δεν είχαν την τύχη πάντα
να βρεθούνε στον Γιώργο Τζαβέλλα
ή να βρεθούνε στον Ορέστη Λάσκο.
Όταν είπα του Φίνου ότι θέλω τον
Αυλωνίτη, μου λέει: ”Τρελάθηκες;”
Γιατί ο Αυλωνίτης είχε εμφανιστεί
σε δυο – τρεις άλλες ταινίες,
τον είχαν αφήσει κι έκανε διάφορες
αηδίες και ήταν γελοίο πράμα.
Εγώ όμως είχα διακρίνει ότι
ο άνθρωπος ήταν μοναδικό ταλέντο.
Και είπα ”Αυλωνίτης!” και επέμεινα
και με μισή καρδιά το δέχτηκε ο Φίνος.
Αλλά το αποτέλεσμα
με δικαίωσε πλήρως.
Αλέκος Σακελλάριος
………………………………………………………………..
Απόσπασμα από το βιβλίο
του Σωτήρη Κακίση: ΟΙ ΑΠέΝΑΝΤΙ
Βίκυ Μοσχολιού / Πρόσωπα
Γεννήθηκα το 1943,
στο Μεταξουργείο, σε μια αυλή
που ζούσανε τρεις οικογένειες,
άρρωστες και οι τρεις
από την ασθένεια της Κατοχής,
τη φυματίωση.
Ζούσαμε σ’ ένα δωμάτιο τέσσερα
επί τέσσερα. Δεν είχαμε ανέσεις.
Η μητέρα μου,
άρρωστη από φυματίωση,
θα ήταν δεκάξι ετών όταν με είχε.
Σήμερα μου λέει πως από μικρή
φαινόμουν ότι θα γίνω ξενυχτού.
Όλη μέρα κοιμόμουν
και τη νύχτα ήμουν ξύπνια.
Και η γυναίκα τί να κάνει…
Όλη μέρα έπλενε και όλη νύχτα
αναγκαζόταν να με γυρνάει στην
αυλή για να μην ενοχλώ τους άλλους.
Οι γονείς μου
αγόρασαν με χίλιες δυο στερήσεις
ένα οικόπεδο εκτός σχεδίου
στην Αγία Βαρβάρα, στο Αιγάλεω.
Χτίσαμε. Ένα δωμάτιο με κεραμίδια.
Ο πατέρας μου
δούλευε στη λαχαναγορά κι έτρεφε
τρία παιδιά, τη γιαγιά και τη μάνα μου.
Μια μέρα ένας θείος μου
με πήγε μαζί με μια ξαδέρφη μου
στα Ταλέντα του Γιώργου Οικονομίδη
να τραγουδήσουμε, έτσι για πλάκα.
Μόλις κατεβήκαμε κάτω, ήταν εκεί
ένας από το θέατρο Διάνα και μας
ζήτησε να πάμε να τραγουδήσουμε.
Ο πατέρας μου αντέδρασε
κι έτσι δεν πήγαμε.
Μετά από μερικά χρόνια
αρρώστησε από την καρδιά του
και λέει στη μητέρα μου
η ξαδέλφη μου, Έφη Λίντα,
που τραγουδούσε τότε
στην ”Τριάνα” του Βασίλη Χειλά
με τη Δούκισσα και τον Μπιθικώτση:
– Άφησέ την. Θα παίρνει
και 150 δραχμές την ημέρα.
Από εκεί που δεν είχαμε μία,
150 δραχμές ήταν πολλά χρήματα.
Ανέβηκα στην ”Τριάνα”
ανήμερα το Πάσχα του 1962.
Η Δούκισσα με βοήθησε πολύ
και ο Γρηγόρης,
που τότε ήτανε στο φόρτε του,
με πηγαινοέφερνε στο σπίτι μου.
Με βοήθησε πολύ
και ο Γιάννης Καραμπεσίνης.
Μου έβαζε δίσκους να δω πώς
τραγουδάνε. Μου έκανε πρόβες.
Με βοήθησε ο Γιώργος Ζαμπέτας.
Με προστάτευε με συμβουλές,
μου είχε ξεχωριστή αγάπη,
ήξερε τους γονείς μου πολύ καλά.
Οι οικογένειές μας ήταν πολύ δεμένες.
Μου έδωσαν τραγούδια ο Σταύρος
Ξαρχάκος, ο Απόστολος Καλδάρας,
ο Γιάννης Σπανός, ο Δήμος Μούτσης,
ο Άκης Πάνου, ο Γιώργος Ζαμπέτας,
ο Γιάννης Μαρκόπουλος
και όλοι οι μεγάλοι συνθέτες.
Προσπαθούσα να μπαίνω
στο πετσί του συνθέτη,
να καταλαβαίνω τί σκεφτόταν
την ώρα που έγραφε το τραγούδι,
πώς το νιώθει εκείνος.
Φρόντιζα πάντα να σέβομαι
τον εαυτό μου και το κοινό.
Είπα τραγούδια με κοινωνικό στίχο
που μίλησε στην ψυχή του Έλληνα.
Τραγούδησα ”Τα τρένα που φύγαν
αγάπες μού πήρανε” των Βαγγέλη
Γκούφα και Βασίλη Ανδρεόπουλου,
είπα το ”Προσκύνημα”
του Ιάκωβου Καμπανέλλη,
το ”Νυν και Αεί”
και το ”Ο Σαμ, ο Τζώννυ και ο Ιβάν”
του Νίκου Γκάτσου,
σε μουσική Σταύρου Ξαρχάκου
στην έξαρση της Μεταπολίτευσης.
Τραγούδησα στίχους
του Δημήτρη Χριστοδούλου,
”Κοντά στα ξημερώματα
και πριν να βγει ο ήλιος”,
είπα τον ”Αλήτη” του Ζαμπέτα,
που όποιος τον αναλύσει
θα δει τί λέει…
”Ξενύχτησα στην πόρτα σου
και σιγοτραγουδώ,
Δεν ξέρω πόσο σ’ αγαπώ,
Κάτω από τη μαρκίζα,
Πέρα από τη θάλασσα,
Άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε,
Θα κλείσω τα μάτια,
θ’ απλώσεις τα χέρια,
Ασφαλώς και δεν πρέπει
να μας δούνε παρέα,
Ένα αστέρι πέφτει, πέφτει,
Χάθηκε το φεγγάρι,
Ναύτης βγήκε στη στεριά
για περιπολία,
Άνθρωποι μονάχοι,
Έτσι είναι η ζωή
και πώς να την αλλάξεις,
Επεμβαίνεις, επεμβαίνεις,
Μιλώ για τα παιδιά μου,
και ιδρώνω.”
Δούλεψα πολύ
για να τα κάνω όλα αυτά.
Θα μπορούσα να έχω κερδίσει
πολλά λεφτά λέγοντας σουξεδάκια.
Ήθελα να κερδίσω κάπου αλλού.
Το κέρδος μου θα είναι ο σεβασμός
από τους νεότερους τραγουδιστές
και τα τραγούδια μου.
Είναι πολιτισμός το τραγούδι,
δεν είναι λεφτά.
Θέλω να ευχαριστήσω όλους τους
δημιουργούς που μου εμπιστεύθηκαν
τα τραγούδια τους.
Και θέλω να πω ένα μεγάλο
ευχαριστώ στους δημοσιογράφους.
Μου στάθηκαν πολύ. Με αγάπησαν.
Τώρα αν βρέθηκαν και κάποιοι να
με ειρωνευτούν σε κάποια πράγματα
που υποστήριζα για τη θρησκεία,
δε λέει και τίποτα…
Βίκυ Μοσχολιού
Σαν σήμερα,
το 2005, έφυγε από τη ζωή.
………………………………………………………………..
Πηγές:
mousiki – periodiko. gr
Απόσπασμα από συνέντευξη
στον Γιώργο Π. Τσάμπρο.
musiccorner. gr
Απόσπασμα από συνέντευξη
στην Γιώτα Γεωργουλέα.
Ο Αλέν Φαμπιάν Μορίς Μαρσέλ Ντελόν
8 Νοεμβρίου 1935 – 18 Αυγούστου 2024
Στο 45ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου του απονεμήθηκε η τιμητική Χρυσή Άρκτος. Επίσης, το 2019 στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Καννών, έλαβε τον τιμητικό Χρυσό Φοίνικα για την συνολική προσφορά του στην έβδομη τέχνη.
“Με ξάφνιαζε πάντα ο τρόπος που αντιδρούσε ο κόσμος όταν έβλεπε τις ταινίες μου.
“Με ξάφνιαζε πάντα ο τρόπος που αντιδρούσε ο κόσμος όταν έβλεπε τις ταινίες μου.
-Τασσώ Καββαδία
Τσαρλς Μπουκόφσκι / Πρόσωπα
Για να μπορέσεις να πεις
πως έφτασες στο τέρμα, πως είδες
όσα ήθελες και έχεις πια χορτάσει,
πρέπει να ξυπνήσεις ένα πρωί
και να αναρωτηθείς αν αντέχεις
να υπομείνεις την ημέρα που ξεκινάει.
Πρέπει να γευτείς λεμόνι και αλάτι
για να σε γλυκάνει μια σοκολάτα.
Πρέπει
να αποτύχεις για να επιτύχεις,
γιατί όσοι δεν απέτυχαν
είναι όσοι ποτέ δε ρίσκαραν.
Πρέπει να γνωρίσεις
τους λάθος ανθρώπους,
για να εκτιμήσεις
την αξία μιας συντροφιάς,
όταν βρίσκεις τους σωστούς.
Πρέπει
να απογοητευτείς από φίλους,
να γελάσεις με κρύα ανέκδοτα,
να υπομείνεις βαρετές ταινίες
μέχρι εκείνη που ασυναίσθητα
θα σε αλλάξει για πάντα.
Πρέπει
να χάσεις στα χαρτιά την ίδια μέρα
που θα χάσεις και στην αγάπη.
Πρέπει να μην έχεις
ούτε πίτα, ούτε σκύλο.
Πρέπει να χάσεις το κορίτσι πριν
βρεις το θάρρος να της εξηγήσεις.
Πρέπει να πληγωθείς
μα και πρέπει να πληγώσεις.
Πρέπει να αποχωριστείς
τον πρώτο σου έρωτα και να βρεις
το αέναο πάθος της ζωής σου.
Αφού το βρεις πρέπει
ολοκληρωτικά να του δοθείς.
Πρέπει να συνειδητοποιήσεις
πως η ζωή σου πήρε ένα δρόμο
που δε διάλεξες εσύ.
Πρέπει να συνειδητοποιήσεις
πως κάποια όνειρά σου
δε θα πραγματοποιηθούν,
και πως ακόμη
ποτέ δε θα τα καταφέρεις
να τα έχεις όλα.
Πρέπει να αναγνωρίσεις λόγω
εμπειρίας και όχι θεωρίας, πως
τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή,
δεν είναι πράγματα,
αφού επιθυμήσεις κάτι
που δε μπορείς να το αγοράσεις.
Πρέπει να δεις τον κόσμο σου να
καταρρέει τριγύρω μα και μέσα σου.
Πρέπει να ευχηθείς
να ήσουν για μια στιγμή αλλού,
σε εκείνο το ”εκεί”
που τόσο σου έχει λείψει.
Πρέπει να πιείς για να ξεχαστείς
και αντ’ αυτού
να θυμηθείς γιατί αξίζεις να ζεις.
Και πρέπει
να πεθάνεις μερικές φορές
πριν μπορέσεις πραγματικά να ζήσεις.
Τσαρλς Μπουκόβσκι
Πηγή: citycoulture. gr
Γιώργος Κωνσταντίνου / Ήμουν 6 ετών…
Ήμουν έξι χρονών. Βρεθήκαμε
στην Τήνο. Δεκαπενταύγουστο.
Η μητέρα μου ήθελε να προσκυνήσει.
Με πήρε μαζί της.
Βρισκόμασταν στην παραλία
όταν ξαφνικά ακούστηκε
μια φοβερή έκρηξη.
Ο κόσμος άρχισε
να τρέχει αλαφιασμένος
προς το εσωτερικό του νησιού.
Πανικός.
Όπως τρέχαμε, ψηλά, πάνω από τα
κεφάλια μας, διέσχιζαν του ουρανό
μαύρα κομμάτια σίδερο,
αφήνοντας πίσω τους καπνό.
Μπήκαμε μαζί με τους άλλους
σε μία ταβέρνα.
Ο ταβερνιάρης έκλεισε τις πόρτες
και μας συμβούλεψε, φοβισμένος
κι αυτός, να δείξουμε ψυχραιμία.
Επόμενη εικόνα: εγώ,
καθισμένος πάνω σ’ ένα γαιδούρι,
ανηφορίζοντας ένα βουνό.
Ο κόσμος ανεβαίνει με τα πόδια.
Ακούω.
Ένα καταδρομικό μας
έχει τορπιλιστεί στο λιμάνι
από υποβρύχιο.
Ήταν γεμάτο πυρομαχικά
και υπήρχε ο φόβος
μήπως ανατιναχτούν
και καταστρέψουν το νησί.
Από την κορυφή του χαμηλού
βουνού, είδα το χτυπημένο πλοίο
και σα να διέκρινα στη θάλασσα
ανθρώπους να κολυμπάνε
για να σωθούν.
Σε λίγο
το καράβι άρχισε να βουλιάζει,
χωρίς να ανατιναχτεί.
Ήσυχα, ήρεμα, παίρνοντας μαζί του
τις όμορφες μέρες ενός ειρηνικού,
ξέγνοιαστου κόσμου,
που βυθιζόταν τώρα
στο σκοτάδι και στην απόγνωση.
Το πλοίο ήταν η ”ΕΛΛΗ”
και το ημερολόγιο έγραφε
15 Αυγούστου 1940.
Γιώργος Κωνσταντίνου
…………………………………………………………….
Απόσπασμα από το βιβλίο:
SHOWTIME
Μάνος Ελευθερίου
Χωρίς να το καταλάβεις
κάθεσαι και γράφεις.
Σαν σήμερα,
το 2018, έφυγε από τη ζωή.
Σεζάρια Εβόρα: Η «ξυπόλητη ντίβα»
Διάσημη τραγουδίστρια από το Πράσινο Ακρωτήριο, γνωστή και ως «ξυπόλητη ντίβα», επειδή συνήθιζε να τραγουδά ανυπόδητη, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τη φτώχεια που επικρατούσε στην πατρίδα της. Αποκλήθηκε βασίλισσα των μόρνα, των τραγουδιών της πατρίδας της, που συνδυάζουν τους ρυθμούς της Δυτικής Αφρικής, τα πορτογαλικά φάντο (fado), τα βραζιλιάνικα μοντχίνα (modhina) και τους αγγλικούς ναυτικούς σκοπούς (sea shanty). Ήταν ιδιαίτερα αγαπητή στη χώρα μας, όπου είχε βρεθεί αρκετές φορές για συναυλίες.
Η Σεζάρια Εβόρα (Cesária Évora, ορθότερη προφορά στα πορτογαλικά Σεζάριε Εβούρε), γεννήθηκε στο νησί Σάο Βισέντε του νησιωτικού συμπλέγματος του Πράσινου Ακρωτηρίου, στις 27 Αυγούστου 1941. Σε ηλικία επτά ετών έμεινε ορφανή από πατέρα, που ήταν βιολιστής, και η μητέρα της, που εργαζόταν ως μαγείρισσα, αγωνίστηκε μάταια να μεγαλώσει αυτήν και τα έξι αδέλφια της με τα πενιχρά εισοδήματά της. Στα δέκα της, η μικρή Σιζέ, όπως ήταν το χαϊδευτικό της, μπήκε σε καθολικό ορφανοτροφείο. Εκεί ήταν που ήρθε σε πρώτη επαφή με τη μουσική, συμμετέχοντας στη χορωδία του ιδρύματος.
Στα 16 της κι ενώ εργαζόταν ως ράφτρα, συνάντησε ένα ναυτικό, ονόματι Εντουάρντο, ο οποίος τη μύησε στα παραδοσιακά μουσικά στιλ των νησιών του Πράσινου Ακρωτηρίου, κολαντέιρα (σατιρικά τραγούδια κοινωνικής κριτικής) και μόρνα (τραγούδια της λύπης, της μελαγχολίας και της νοσταλγίας). Στη δεκαετία του ’60 ξεκίνησε να τραγουδά σε τοπικά μπαρ και ξενοδοχεία, στα οποία σύχναζαν ναυτικοί, για λίγα εσκούδο (τα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου ήταν αποικία της Πορτογαλίας έως το 1975) ή ένα ποτήρι γκρογκ (τοπικό ποτό).
Τη δεκαετία του ’70 η Εβόρα ήταν πλέον αρκετά γνωστή στο νησί της, χωρίς όμως η επιτυχία της αυτή να βελτιώσει τα οικονομικά της. Έτσι, αποφάσισε να σταματήσει το τραγούδι για να μπορέσει να θρέψει τα δύο παιδιά της, που είχε αποκτήσει εκτός γάμου. Επί δέκα χρόνια δεν τραγούδησε και η ίδια τα περιγράφει ως «σκοτεινά χρόνια». Την ίδια περίοδο πάλεψε με τον αλκοολισμό.

Η Σεζάρια Εβόρα εκτοξεύτηκε στο διεθνές μουσικό στερέωμα με το τέταρτο άλμπουμ της Miss Perfumado (1992), με πωλήσεις που ξεπέρασαν τα 300.000 αντίτυπα, χάρις στο τραγούδι Sodade, που έγινε η πρώτη διεθνής επιτυχία της. Η πορτογαλική λέξη saudade έχει περίπλοκη σημασία, που είναι δύσκολο να μεταφραστεί. Σημαίνει γενικά νοσταλγία, πόθο, λύπη και μετάνοια. Η έκφραση της sodade αποτελεί εσωτερικό στοιχείο στη μουσική του Πράσινου Ακρωτηρίου.
Το 1995 ήταν υποψήφια για Βραβείο Γκράμι στην κατηγορία της World Music με το άλμπουμ Cesaria. Θα το κερδίσει τελικά το 2003 για το άλμπουμ Voz d’Amor.
Τον Μάιο του 2010 υπέστη καρδιακή προσβολή στην Πορτογαλία, όπου βρισκόταν για σειρά συναυλιών και υποβλήθηκε σε εγχείριση ανοιχτής καρδιάς στο Παρίσι. Τον Σεπτέμβριο του 2011 ανακοίνωσε ότι θέτει τέλος στη μουσική καριέρα της, ακυρώνοντας τις προγραμματισμένες συναυλίες της, καθώς βρισκόταν «σε κατάσταση μεγάλης εξάντλησης». Έφυγε από τη ζωή στις 17 Δεκεμβρίου 2011, κατόπιν βραχείας νοσηλείας στην εντατική νοσοκομείου της πατρίδας της.
Δισκογραφία
- La Diva Aux Pieds Nus (1988)
- Distino di Belita (1990)
- Mar Azul (1991)
- Miss Perfumado (1992)
- Cesária (1995)
- Cabo Verde (1997)
- Café Atlantico (1999)
- São Vicente di Longe (2001)
- Voz d’Amor (2003)
- Rogamar (2006)
- Nha Sentimento (2009)
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/425
© SanSimera.gr