ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΚΟΚΚΟΤΑΣ

Ο πατέρας ήταν γιατρός

και η μητέρα τραπεζικός.

Πήγα στο Παρίσι να σπουδάσω
Ιατρική, όμως εμένα με κέρδισε
το τραγούδι.
Δίπλα σε μεγάλους σαν τον
Ζιλμπέρ Μπεκό, τον Σαρλ Αζναβούρ.
Έχω τραγουδήσει και με την
μεγάλη τραγουδίστρια Εντίθ Πιάφ.
Την είχαν καλέσει να εμφανιστεί
σε ένα γκαλά και με πήρε μαζί της.
Παρουσίασα το έργο
του Μίκη Θεοδωράκη ”Ζorba le Grec”
και έγινα από τη μία μέρα στην άλλη,
μεγάλο όνομα.
Με καλούσαν διαρκώς
στην τηλεόραση.
Η δουλειά πήγαινε πολύ καλά,
ήμουν πανευτυχής, ήθελα να μείνω.
Σε ένα ταξίδι του ο μεγάλος συνθέτης
Σταύρος Ξαρχάκος ήρθε στην μπουάτ
που τραγουδούσα.
Ο Ξαρχάκος, στον οποίο οφείλω πολλά,
μου πρότεινε να γυρίσω στην Ελλάδα.
Το μπαμ έγινε το 1966
με τον Σταύρο και το ”Ένα μεσημέρι”.
”Στου Όθωνα τα χρόνια”, (Στην Κρήτη
και στη Μάνη θα στείλουμε φιρμάνι),
”Με τι καρδιά να σ’ αποχαιρετήσω”.
Έπειτα το ”Όνειρο απατηλό”
του Απόστολου Καλδάρα και
της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου,
το ”Γιέ μου”, επίσης του Απόστολου
και του Λευτέρη Παπαδόπουλου
που έγραψε και τον ”Τρελό”
σε μουσική Γιάννη Σπανού
και πόσα άλλα…
Ο Ωνάσης με ξεχώριζε
και η Μαρία Κάλλας μού έλεγε:
”Τι γλυκά που τραγουδάς Σταμάτη.”
Της χάρισα έξι long play δικά μου,
τα οποία άκουγε όταν ήθελε
να ξεκουραστεί.
Ο Αρίστος ήταν εξαιρετικός.
”Σταματάκη, όλα καλά;” έλεγε.
Ή με ρωτούσε: ”Τον Αλέξανδρο
πώς τον βλέπεις, οδηγεί καλά;”
Άσ’ τα να μην τα θυμάμαι.
Με πειράζει…
Έδινα την ψυχή μου στο τραγούδι.
Άφησα τη σφραγίδα μου:
την ερμηνεία.
Κυνήγησα την αγάπη του κόσμου
και την κέρδισα.
Δεν βγαίνω πολύ.
Σπίτι κάτι θα βρω να κάνω,
γράφω στίχους, το μικρόβιο υπάρχει.
Δεν φοβάμαι τίποτα. Την ζωή
πρέπει να την παίρνεις όπως έρχεται.
Σταμάτης Κόκοτας
Την 1η Οκτώβρη του 2022 έφυγε από τη ζωή.
……………………………………………………………
Πηγές:
kathimerini. gr
Απόσπασμα από συνέντευξη
στη Γιώτα Συκκά.
realnews. gr
Aπόσπασμα από συνέντευξη
στον Μάνο Τσιλιμίδη.
Πηγή: σελίδα Πρόσωπα

📸 Αριστοτέλης Ωνάσης, Σταμάτης Κόκοτας

Μπορεί να είναι εικόνα 2 άτομα

Δεν υπάρχουν κωμικοί ηθοποιοί.

Δεν υπάρχουν κωμικοί ηθοποιοί.

Υπάρχουν καλοί ηθοποιοί και κακοί.

Ένας καλός ηθοποιός

μπορεί να είναι άριστα κωμικός.

Άμα ερμηνεύσει άριστα ένα έργο

που είναι κωμικό, είναι καλός κωμικός.

Υπήρχαν ηθοποιοί ασύγκριτοι

όπως ο μέγας Βασίλης Αυλωνίτης.

Όταν όμως τον έβλεπες στο φιλμ

”Τραλαλά, τραλαλά, τραλαλά”,

δεν πήγαινε το μυαλό σου ότι

θα ήταν ο Παυλάρας στην ταινία

”Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο”.

Ο Κινηματογράφος τότε

ήταν το εξτρά, η ”αρπαχτή”.

Είχες το μεροκάματό σου

στο Θέατρο και σου λέγανε:

– Έλα και πάρε και

δεκαπέντε χιλιάδες δραχμές.

Πηγαίνανε.

Δεν εξετάζανε τίποτα.

Τί έργα ήτανε, ποιανού ήτανε,

ποιος θα τους οδηγούσε.

Δεκάρα τσακιστή δεν δίνανε.

Μοιραίο ήταν, λοιπόν,

να στραβοπατάνε.

Δεν είχαν την τύχη πάντα

να βρεθούνε στον Γιώργο Τζαβέλλα

ή να βρεθούνε στον Ορέστη Λάσκο.

Όταν είπα του Φίνου ότι θέλω τον

Αυλωνίτη, μου λέει: ”Τρελάθηκες;”

Γιατί ο Αυλωνίτης είχε εμφανιστεί

σε δυο – τρεις άλλες ταινίες,

τον είχαν αφήσει κι έκανε διάφορες

αηδίες και ήταν γελοίο πράμα.

Εγώ όμως είχα διακρίνει ότι

ο άνθρωπος ήταν μοναδικό ταλέντο.

Και είπα ”Αυλωνίτης!” και επέμεινα

και με μισή καρδιά το δέχτηκε ο Φίνος.

Αλλά το αποτέλεσμα

με δικαίωσε πλήρως.

Αλέκος Σακελλάριος

………………………………………………………………..

Απόσπασμα από το βιβλίο

του Σωτήρη Κακίση: ΟΙ ΑΠέΝΑΝΤΙ

Βίκυ Μοσχολιού / Πρόσωπα

Γεννήθηκα το 1943,

στο Μεταξουργείο, σε μια αυλή

που ζούσανε τρεις οικογένειες,

 

άρρωστες και οι τρεις

από την ασθένεια της Κατοχής,

τη φυματίωση.

 

Ζούσαμε σ’ ένα δωμάτιο τέσσερα

επί τέσσερα. Δεν είχαμε ανέσεις.

 

Η μητέρα μου,

άρρωστη από φυματίωση,

θα ήταν δεκάξι ετών όταν με είχε.

 

Σήμερα μου λέει πως από μικρή

φαινόμουν ότι θα γίνω ξενυχτού.

 

Όλη μέρα κοιμόμουν

και τη νύχτα ήμουν ξύπνια.

 

Και η γυναίκα τί να κάνει…

 

Όλη μέρα έπλενε και όλη νύχτα

αναγκαζόταν να με γυρνάει στην

αυλή για να μην ενοχλώ τους άλλους.

 

Οι γονείς μου

αγόρασαν με χίλιες δυο στερήσεις

 

ένα οικόπεδο εκτός σχεδίου

στην Αγία Βαρβάρα, στο Αιγάλεω.

 

Χτίσαμε. Ένα δωμάτιο με κεραμίδια.

 

Ο πατέρας μου

δούλευε στη λαχαναγορά κι έτρεφε

τρία παιδιά, τη γιαγιά και τη μάνα μου.

 

Μια μέρα ένας θείος μου

με πήγε μαζί με μια ξαδέρφη μου

 

στα Ταλέντα του Γιώργου Οικονομίδη

να τραγουδήσουμε, έτσι για πλάκα.

 

Μόλις κατεβήκαμε κάτω, ήταν εκεί

ένας από το θέατρο Διάνα και μας

ζήτησε να πάμε να τραγουδήσουμε.

 

Ο πατέρας μου αντέδρασε

κι έτσι δεν πήγαμε.

 

Μετά από μερικά χρόνια

αρρώστησε από την καρδιά του

 

και λέει στη μητέρα μου

η ξαδέλφη μου, Έφη Λίντα,

 

που τραγουδούσε τότε

στην ”Τριάνα” του Βασίλη Χειλά

με τη Δούκισσα και τον Μπιθικώτση:

 

– Άφησέ την. Θα παίρνει

και 150 δραχμές την ημέρα.

 

Από εκεί που δεν είχαμε μία,

150 δραχμές ήταν πολλά χρήματα.

 

Ανέβηκα στην ”Τριάνα”

ανήμερα το Πάσχα του 1962.

 

Η Δούκισσα με βοήθησε πολύ

 

και ο Γρηγόρης,

που τότε ήτανε στο φόρτε του,

με πηγαινοέφερνε στο σπίτι μου.

 

Με βοήθησε πολύ

και ο Γιάννης Καραμπεσίνης.

 

Μου έβαζε δίσκους να δω πώς

τραγουδάνε. Μου έκανε πρόβες.

 

Με βοήθησε ο Γιώργος Ζαμπέτας.

 

Με προστάτευε με συμβουλές,

μου είχε ξεχωριστή αγάπη,

 

ήξερε τους γονείς μου πολύ καλά.

Οι οικογένειές μας ήταν πολύ δεμένες.

 

Μου έδωσαν τραγούδια ο Σταύρος

Ξαρχάκος, ο Απόστολος Καλδάρας,

 

ο Γιάννης Σπανός, ο Δήμος Μούτσης,

ο Άκης Πάνου, ο Γιώργος Ζαμπέτας,

 

ο Γιάννης Μαρκόπουλος

και όλοι οι μεγάλοι συνθέτες.

 

Προσπαθούσα να μπαίνω

στο πετσί του συνθέτη,

 

να καταλαβαίνω τί σκεφτόταν

την ώρα που έγραφε το τραγούδι,

πώς το νιώθει εκείνος.

 

Φρόντιζα πάντα να σέβομαι

τον εαυτό μου και το κοινό.

 

Είπα τραγούδια με κοινωνικό στίχο

που μίλησε στην ψυχή του Έλληνα.

 

Τραγούδησα ”Τα τρένα που φύγαν

αγάπες μού πήρανε” των Βαγγέλη

Γκούφα και Βασίλη Ανδρεόπουλου,

 

είπα το ”Προσκύνημα”

του Ιάκωβου Καμπανέλλη,

 

το ”Νυν και Αεί”

και το ”Ο Σαμ, ο Τζώννυ και ο Ιβάν”

του Νίκου Γκάτσου,

 

σε μουσική Σταύρου Ξαρχάκου

στην έξαρση της Μεταπολίτευσης.

 

Τραγούδησα στίχους

του Δημήτρη Χριστοδούλου,

 

”Κοντά στα ξημερώματα

και πριν να βγει ο ήλιος”,

 

είπα τον ”Αλήτη” του Ζαμπέτα,

που όποιος τον αναλύσει

θα δει τί λέει…

 

”Ξενύχτησα στην πόρτα σου

και σιγοτραγουδώ,

 

Δεν ξέρω πόσο σ’ αγαπώ,

Κάτω από τη μαρκίζα,

 

Πέρα από τη θάλασσα,

Άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε,

 

Θα κλείσω τα μάτια,

θ’ απλώσεις τα χέρια,

 

Ασφαλώς και δεν πρέπει

να μας δούνε παρέα,

 

Ένα αστέρι πέφτει, πέφτει,

Χάθηκε το φεγγάρι,

 

Ναύτης βγήκε στη στεριά

για περιπολία,

 

Άνθρωποι μονάχοι,

 

Έτσι είναι η ζωή

και πώς να την αλλάξεις,

 

Επεμβαίνεις, επεμβαίνεις,

 

Μιλώ για τα παιδιά μου,

και ιδρώνω.”

 

Δούλεψα πολύ

για να τα κάνω όλα αυτά.

 

Θα μπορούσα να έχω κερδίσει

πολλά λεφτά λέγοντας σουξεδάκια.

 

Ήθελα να κερδίσω κάπου αλλού.

 

Το κέρδος μου θα είναι ο σεβασμός

από τους νεότερους τραγουδιστές

και τα τραγούδια μου.

 

Είναι πολιτισμός το τραγούδι,

δεν είναι λεφτά.

 

Θέλω να ευχαριστήσω όλους τους

δημιουργούς που μου εμπιστεύθηκαν

τα τραγούδια τους.

 

Και θέλω να πω ένα μεγάλο

ευχαριστώ στους δημοσιογράφους.

Μου στάθηκαν πολύ. Με αγάπησαν.

 

Τώρα αν βρέθηκαν και κάποιοι να

με ειρωνευτούν σε κάποια πράγματα

 

που υποστήριζα για τη θρησκεία,

δε λέει και τίποτα…

 

Βίκυ Μοσχολιού

 

Σαν σήμερα,

το 2005, έφυγε από τη ζωή.

………………………………………………………………..

 

Πηγές:

 

mousiki – periodiko. gr

Απόσπασμα από συνέντευξη

στον Γιώργο Π. Τσάμπρο.

 

musiccorner. gr

Απόσπασμα από συνέντευξη

στην Γιώτα Γεωργουλέα.

Ο Αλέν Φαμπιάν Μορίς Μαρσέλ Ντελόν

8 Νοεμβρίου 1935 – 18 Αυγούστου 2024

«Δεν είμαι αστέρι. Είμαι ηθοποιός. Αγωνίζομαι εδώ και χρόνια για να κάνω τον κόσμο να ξεχάσει ότι είμαι απλώς ένα όμορφο αγόρι με ένα όμορφο πρόσωπο. Είναι ένας σκληρός αγώνας, αλλά θα τον κερδίσω. Θέλω το κοινό να συνειδητοποιήσει ότι πάνω απ’ όλα είμαι ηθοποιός, ένας πολύ επαγγελματίας ηθοποιός που αγαπάει κάθε λεπτό που βρίσκεται μπροστά στην κάμερα. Αλλά ένας που γίνεται πολύ δυστυχισμένος τη στιγμή που ο σκηνοθέτης φωνάζει «Cut!».
—————-
Ο Αλέν Φαμπιάν Μορίς Μαρσέλ Ντελόν γεννήθηκε στις 8 Νοεμβρίου του 1935. Υπήρξε ένας από τους εξέχοντες ηθοποιούς και σύμβολα του σεξ της Ευρώπης από τις δεκαετίες του 1960 και του 1970.
Από την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία το 1957, σε ηλικία 23 ετών, εμφανίστηκε σε 88 κινηματογραφικές ταινίες και σε επτά τηλεοπτικές. Σκηνοθέτησε επίσης δύο μεγάλου μήκους φιλμ κι έκανε την παραγωγή σε 32.
Κέρδισε τον έπαινο για τους ρόλους του σε ταινίες όπως: «Γυμνοί στον ήλιο» (1960), «Ο Ρόκο και τ’ αδέλφια του» (1960), «Η έκλειψη» (1962), «Ο γατόπαρδος» (1963), «Ο δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο» (1967), «Η πισίνα» (1969), «Ο κόκκινος κύκλος» (1970), «Ο μπάτσος» (1972) και «Ο Κύριος Κλάιν» (1976). Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, ο Ντελόν συνεργάστηκε με πολλούς γνωστούς σκηνοθέτες, συμπεριλαμβανομένων των Λουκίνο Βισκόντι, Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, Ζαν-Πιέρ Μελβίλ, Μικελάντζελο Αντονιόνι και Λουί Μαλ.
Το 1985 κέρδισε το Βραβείο Σεζάρ Α’ Ανδρικού Ρόλου για την ερμηνεία του στην ταινία «Η ιστορία μας» (1984). Το 1991, έλαβε το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής της Γαλλίας.
Το 1997 ανακοίνωσε την αποχώρησή του από την ηθοποιία, σε ηλικία 62 ετών.

Στο 45ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου του απονεμήθηκε η τιμητική Χρυσή Άρκτος. Επίσης, το 2019 στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Καννών, έλαβε τον τιμητικό Χρυσό Φοίνικα για την συνολική προσφορά του στην έβδομη τέχνη.

“Με ξάφνιαζε πάντα ο τρόπος που αντιδρούσε ο κόσμος όταν έβλεπε τις ταινίες μου.

“Με ξάφνιαζε πάντα ο τρόπος που αντιδρούσε ο κόσμος όταν έβλεπε τις ταινίες μου.

Ο άντρας μου δυο – τρεις φορές που έτυχε να είμαστε μαζί στην αίθουσα, τρόμαξε.
– Πάμε να φύγουμε, μου έλεγε. Αυτοί θα σε λιντσάρουν.
Εγώ καμάρωνα γιατί έπαιζα καλά αλλά οι άνθρωποι δεν το ξέρανε πως απλώς… παίζω.
Πίστευαν πως είμαι αυτό που έβλεπαν.
Πίστευαν πως είμαι όντως κακιά.
Γεννήθηκα το 1921. Η παιδική ζωή μου, με μια λέξη, ήταν ευτυχισμένη.
Ο πατέρας μου με πάντρεψε νωρίς για να μη σπουδάσω
όχι μόνο Θέατρο που ήθελα,
αλλά για να μη σπουδάσω γενικά.
Έτσι παντρεύτηκα κι έκανα τρία παιδιά.
Τον ευγνωμονώ τον πατέρα μου γι’ αυτό που μου έκανε.
Αν είχα βγει τότε στο Θέατρο….δε θα είχα κάνει τα τρία παιδιά που έχω σήμερα και τα τρία εγγόνια.
Σπούδασα πιάνο, έμαθα τη γραφή των τυφλών κι έγραφα βιβλία γι’ αυτούς,
ήμουν νοσοκόμα στο τμήμα ψυχαγωγίας του Ερυθρού Σταυρού
– γιατί τότε ήταν ο πόλεμος του ’40 –
παράλληλα με τις υποχρεώσεις μου ως μητέρα.
Εξέπεμπα όμως σε ένα άλλο μήκος κύματος με τον σύζυγό μου και διαλύσαμε τον γάμο μας.
Αφού χώρισα σπούδασα διακόσμηση στο Παρίσι.
Όταν επέστρεψα ο Γιάννης Τσαρούχης με συμβούλεψε να παρακολουθήσω μαθήματα υποκριτικής στη σχολή του Καρόλου Κουν.
Ένα βράδυ, τυχαία στο καμαρίνι του Χορν, συναντώ τον Κακογιάννη.
Ούτε ο Δημήτρης ούτε ο Μιχάλης ήξεραν ότι ήμουν μαθήτρια του Κουν.
Όταν τους το είπα ενθουσιάστηκαν και μου πρότειναν να παίξω στο φιλμ
”Κυριακάτικο Ξύπνημα” τη νευρωτική σύζυγο του Γιώργου Παππά.
Άρεσε τόσο, που στη συνέχεια ο ρόλος της κακιάς μού δόθηκε σε πολλές ταινίες που ακολούθησαν.
Αναρωτιόμουν τι ήταν αυτό που έκανε τους σκηνοθέτες να μου προτείνουν να παίζω όλες τις στρίγγλες.
Ο Κακογιάννης μού είπε κάποτε, ότι έχω κάτι στο βλέμμα μου που καρφώνει τον άλλον.
Στα γυρίσματα του φιλμ ”Στέλλα”, η Μελίνα αναρωτιόταν πώς θα μου δώσει εκείνο το χαστούκι.
”Μη σε νοιάζει”, της απάντησε ο σκηνοθέτης Μιχάλης Κακογιάννης.
”Η Τασσώ….θα σε κοιτάξει με τέτοιο βλέμμα…..που θα σε κάνει να θες να της δώσεις τέσσερα χαστούκια.”
Έπαιξα και άλλους ρόλους…..και την ωραία κυρία…
Και τι έγινε; Σιγά…
Κανείς δεν τους θυμάται.
Οι ρόλοι της κακιάς ήταν αυτοί που με καθιέρωσαν.
Ήμουν αυστηρή αλλά και σωστή για τα δεδομένα της εποχής.
Δεν είχα άδικο να αντιπαθώ την Τζένη Καρέζη που τα έφτιαξε με τον Νίκο Κούρκουλο, ο οποίος ήταν αρραβωνιασμένος με την κόρη μου, στην ταινία ”Ένας μεγάλος έρωτας”,
ή με τον Μάνο Κατράκη που η κομμώτρια Ζωή Λάσκαρη τον απατούσε και του έτρωγε τα λεφτά στο φιλμ ”Ιστορία μιας ζωής”.
Δεν έπαιξα Αρχαία Τραγωδία γιατί την σέβομαι πάρα πολύ.
Για μένα είναι κάτι μουσειακό.
Έχω παίξει ”Λυσιστράτη” αλλά Τραγωδία, όχι.
Όταν άρχισε ο Κουν να ανεβάζει Αρχαία Τραγωδία είχα φύγει από το Θέατρο Τέχνης.
Συνειδητά δεν την ήθελα.
Δε μου αρέσει το Μουσειακό Θέατρο.
Μου αρέσει το καθημερινό Θέατρο.
Να το ζω.
Το Θέατρο είναι αίσθηση δημιουργίας.
Με ρωτάνε αν με κουράζει. Η δουλειά του ηθοποιού είναι χαρά.
Στο Θέατρο δεν δουλεύουμε. Στο Θέατρο παίζουμε.
Η μεγάλη και μοναδική κούραση είναι οι πρόβες.
Δεν τελειώνει η ζωή όταν γεράσεις.
Δεν πρέπει να εγκαταλείπεις.
Υπάρχεις.
Και το βασικό στοιχείο είναι ότι ζεις και αναπνέεις.
Τη μέρα μου την ξεκινώ με ένα ευχαριστώ σε αυτόν τον ήλιο που έχουμε από πάνω μας,
τον ήλιο που λούζει τη ζωή μας.
Και κοιτάω το αύριο.
Όχι το χθες.
Το χθες πέρασε, τελείωσε.
Το αύριο… “

-Τασσώ Καββαδία

………………………………………………………
-Πηγές:
Απόσπασμα από το βιβλίο του Αντώνη Πρέκα: ΣΑΝ ΠΑΛΙΟ ΣΙΝΕΜΑ…
tovima. gr
Απόσπασμα από συνέντευξη στην Αφροδίτη Γραμμέλη. newsbeast. gr
Φωτογραφία: – Σπύρος Στάβερης – lifo. gr

Τσαρλς Μπουκόφσκι / Πρόσωπα

Για να μπορέσεις να πεις

πως έφτασες στο τέρμα, πως είδες

όσα ήθελες και έχεις πια χορτάσει,

πρέπει να ξυπνήσεις ένα πρωί

και να αναρωτηθείς αν αντέχεις

να υπομείνεις την ημέρα που ξεκινάει.

Πρέπει να γευτείς λεμόνι και αλάτι

για να σε γλυκάνει μια σοκολάτα.

Πρέπει

να αποτύχεις για να επιτύχεις,

γιατί όσοι δεν απέτυχαν

είναι όσοι ποτέ δε ρίσκαραν.

Πρέπει να γνωρίσεις

τους λάθος ανθρώπους,

για να εκτιμήσεις

την αξία μιας συντροφιάς,

όταν βρίσκεις τους σωστούς.

Πρέπει

να απογοητευτείς από φίλους,

να γελάσεις με κρύα ανέκδοτα,

να υπομείνεις βαρετές ταινίες

μέχρι εκείνη που ασυναίσθητα

θα σε αλλάξει για πάντα.

Πρέπει

να χάσεις στα χαρτιά την ίδια μέρα

που θα χάσεις και στην αγάπη.

Πρέπει να μην έχεις

ούτε πίτα, ούτε σκύλο.

Πρέπει να χάσεις το κορίτσι πριν

βρεις το θάρρος να της εξηγήσεις.

Πρέπει να πληγωθείς

μα και πρέπει να πληγώσεις.

Πρέπει να αποχωριστείς

τον πρώτο σου έρωτα και να βρεις

το αέναο πάθος της ζωής σου.

Αφού το βρεις πρέπει

ολοκληρωτικά να του δοθείς.

Πρέπει να συνειδητοποιήσεις

πως η ζωή σου πήρε ένα δρόμο

που δε διάλεξες εσύ.

Πρέπει να συνειδητοποιήσεις

πως κάποια όνειρά σου

δε θα πραγματοποιηθούν,

και πως ακόμη

ποτέ δε θα τα καταφέρεις

να τα έχεις όλα.

Πρέπει να αναγνωρίσεις λόγω

εμπειρίας και όχι θεωρίας, πως

τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή,

δεν είναι πράγματα,

αφού επιθυμήσεις κάτι

που δε μπορείς να το αγοράσεις.

Πρέπει να δεις τον κόσμο σου να

καταρρέει τριγύρω μα και μέσα σου.

Πρέπει να ευχηθείς

να ήσουν για μια στιγμή αλλού,

σε εκείνο το ”εκεί”

που τόσο σου έχει λείψει.

Πρέπει να πιείς για να ξεχαστείς

και αντ’ αυτού

να θυμηθείς γιατί αξίζεις να ζεις.

Και πρέπει

να πεθάνεις μερικές φορές

πριν μπορέσεις πραγματικά να ζήσεις.

Τσαρλς Μπουκόβσκι

Πηγή: citycoulture. gr

Γιώργος Κωνσταντίνου / Ήμουν 6 ετών…

Ήμουν έξι χρονών. Βρεθήκαμε

στην Τήνο. Δεκαπενταύγουστο.

Η μητέρα μου ήθελε να προσκυνήσει.

Με πήρε μαζί της.

Βρισκόμασταν στην παραλία

όταν ξαφνικά ακούστηκε

μια φοβερή έκρηξη.

Ο κόσμος άρχισε

να τρέχει αλαφιασμένος

προς το εσωτερικό του νησιού.

Πανικός.

Όπως τρέχαμε, ψηλά, πάνω από τα

κεφάλια μας, διέσχιζαν του ουρανό

μαύρα κομμάτια σίδερο,

αφήνοντας πίσω τους καπνό.

Μπήκαμε μαζί με τους άλλους

σε μία ταβέρνα.

Ο ταβερνιάρης έκλεισε τις πόρτες

και μας συμβούλεψε, φοβισμένος

κι αυτός, να δείξουμε ψυχραιμία.

Επόμενη εικόνα: εγώ,

καθισμένος πάνω σ’ ένα γαιδούρι,

ανηφορίζοντας ένα βουνό.

Ο κόσμος ανεβαίνει με τα πόδια.

Ακούω.

Ένα καταδρομικό μας

έχει τορπιλιστεί στο λιμάνι

από υποβρύχιο.

Ήταν γεμάτο πυρομαχικά

και υπήρχε ο φόβος

μήπως ανατιναχτούν

και καταστρέψουν το νησί.

Από την κορυφή του χαμηλού

βουνού, είδα το χτυπημένο πλοίο

και σα να διέκρινα στη θάλασσα

ανθρώπους να κολυμπάνε

για να σωθούν.

Σε λίγο

το καράβι άρχισε να βουλιάζει,

χωρίς να ανατιναχτεί.

Ήσυχα, ήρεμα, παίρνοντας μαζί του

τις όμορφες μέρες ενός ειρηνικού,

ξέγνοιαστου κόσμου,

που βυθιζόταν τώρα

στο σκοτάδι και στην απόγνωση.

Το πλοίο ήταν η ”ΕΛΛΗ”

και το ημερολόγιο έγραφε

15 Αυγούστου 1940.

Γιώργος Κωνσταντίνου

…………………………………………………………….

Απόσπασμα από το βιβλίο:

SHOWTIME

Μάνος Ελευθερίου

Χωρίς να το καταλάβεις

κάθεσαι και γράφεις.

Αντί να πας στο θέατρο, στον
κινηματογράφο, στο ποδόσφαιρο,
λες: ”Εγώ θα κάτσω να γράψω.”
Και κάθεσαι και γράφεις.
Και σου γίνεται χούι.
Έχω νιώσει πολλές πίκρες
στη ζωή μου. Έχω δεχτεί πολλά βέλη.
Τις πληγές μου τις χρησιμοποιώ
στα τραγούδια μου, τα οποία είναι
αυτοβιογραφικά τα περισσότερα.
Γράφω για να βγάλω τα εσώψυχά μου.
Γράφω δύσκολα.
Γράφω ένα δίστιχο ή ένα τετράστιχο
κι ύστερα περιμένω τη θεία έμπνευση
για να συνεχίσω.
Ήμουν και τυχερός. Σπουδαίοι
συνθέτες τα πήραν στα χέρια τους
και τα ανέδειξαν.
Εργάστηκα σε εκδοτικό οίκο
επί σαράντα χρόνια.
Πώς νομίζεις παίρνω
τη συνταξάρα των εξακοσίων ευρώ;
Και πάλι καλά να λέω…
Υπάρχουν άνθρωποι που παίρνουν
διακόσια πενήντα ευρώ.
Μετάνιωσα που δεν έγραψα λαικά,
ερωτικά τραγούδια ενώ μπορούσα.
Δε θα έμενα στο νοίκι. Θα είχα
εξασφαλίσει τουλάχιστον αυτό.
Θα ήθελα να ήμουν
ηλεκτρολόγος ή μηχανικός.
Να έχω χρήματα.
Έμαθα να ψευτογράφω.
Δεν ξέρω τι άλλο πια
μπορώ να κάνω για να επιβιώσω.
Μια κοπέλα που διάβασε το βιβλίο μου,
μού έστειλε έναν τενεκέ λάδι.
Ας είναι καλά.
Με χαροποιεί ένα καλό βιβλίο,
ωραίοι άνθρωποι που είναι
δίπλα μου και επικοινωνώ,
μια καλή κουβέντα.
Σου λέει η γειτόνισσα
το βραδάκι, για παράδειγμα:
”άντε καλό ξημέρωμα.”
Τι ωραίο που είναι αυτό ε;
Για σκέψου το.
”Να έχεις καλό ξημέρωμα.”
Τί ωραία ευχή.
Όταν ξυπνάω το πρωί
κάνω το σταυρό μου που επέζησα
και άλλη μια νύχτα και λέω:
”Δόξα σοι ο Θεός, ζούμε,
να δούμε τί θα κάνουμε και σήμερα.”
Πίνω το καφεδάκι μου
και ξεκινάω να παλεύω
με τις άδειες σελίδες.
Μπορεί να γράψω δέκα σελίδες
και να μείνουν τρεις προτάσεις.
Η χαρά έρχεται όταν διαπιστώνεις
ότι με αυτές τις τρεις προτάσεις
κάτι πέτυχες.
Είμαι πολύ κουρασμένος.
Άλλωστε μην ξεχνάτε ότι πάσχω
από μία ανίατη νόσο: το γήρας.
Όταν πεθάνω
δε θα με θάψουν στο χώμα.
Θα με κάψουν.
Το έχω γράψει και στη διαθήκη μου.
Δε θέλω να υπάρχει
τίποτα απολύτως από μένα.
Θα υπάρχουν τα τραγούδια μου,
να τα ακούει ο κόσμος
και να τα τραγουδά.
”Παραπονεμένα λόγια
έχουν τα τραγούδια μας,
Στα χρόνια της υπομονής
δε μας θυμήθηκε κανείς,
Άλλος για Χίο τράβηξε πήγε
κι άλλος για Μυτιλήνη,
Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες
τρεις του Σεπτέμβρη να περνάς,
Οι ελεύθεροι κι οι ωραίοι
ζουν σε κάποιες φυλακές,
Ναύτης βγήκε στη στεργιά
για περιπολία,
Ο χάρος βγήκε παγανιά
μεσ’ στη δική μου γειτονιά,
Μαλαματένια λόγια στο μαντήλι
τα βρήκα στο σεργιάνι μου προχτές,
Τα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα,
η ξενιτειά τα βρήκε αδελφωμένα,
Κάτω από τη μαρκίζα,
Το τρένο φεύγει στις οχτώ.
Στων αγγέλων πάμε,
πάμε τα μπουζούκια…
Μάνος ελευθερίου

Σαν σήμερα,

το 2018, έφυγε από τη ζωή.

Σεζάρια Εβόρα: Η «ξυπόλητη ντίβα»

Διάσημη τραγουδίστρια από το Πράσινο Ακρωτήριο, γνωστή και ως «ξυπόλητη ντίβα», επειδή συνήθιζε να τραγουδά ανυπόδητη, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τη φτώχεια που επικρατούσε στην πατρίδα της. Αποκλήθηκε βασίλισσα των μόρνα, των τραγουδιών της πατρίδας της, που συνδυάζουν τους ρυθμούς της Δυτικής Αφρικής, τα πορτογαλικά φάντο (fado), τα βραζιλιάνικα μοντχίνα (modhina) και τους αγγλικούς ναυτικούς σκοπούς (sea shanty). Ήταν ιδιαίτερα αγαπητή στη χώρα μας, όπου είχε βρεθεί αρκετές φορές για συναυλίες.

Η Σεζάρια Εβόρα (Cesária Évora, ορθότερη προφορά στα πορτογαλικά Σεζάριε Εβούρε), γεννήθηκε στο νησί Σάο Βισέντε του νησιωτικού συμπλέγματος του Πράσινου Ακρωτηρίου, στις 27 Αυγούστου 1941. Σε ηλικία επτά ετών έμεινε ορφανή από πατέρα, που ήταν βιολιστής, και η μητέρα της, που εργαζόταν ως μαγείρισσα, αγωνίστηκε μάταια να μεγαλώσει αυτήν και τα έξι αδέλφια της με τα πενιχρά εισοδήματά της. Στα δέκα της, η μικρή Σιζέ, όπως ήταν το χαϊδευτικό της, μπήκε σε καθολικό ορφανοτροφείο. Εκεί ήταν που ήρθε σε πρώτη επαφή με τη μουσική, συμμετέχοντας στη χορωδία του ιδρύματος.

 

Στα 16 της κι ενώ εργαζόταν ως ράφτρα, συνάντησε ένα ναυτικό, ονόματι Εντουάρντο, ο οποίος τη μύησε στα παραδοσιακά μουσικά στιλ των νησιών του Πράσινου Ακρωτηρίου, κολαντέιρα (σατιρικά τραγούδια κοινωνικής κριτικής) και μόρνα (τραγούδια της λύπης, της μελαγχολίας και της νοσταλγίας). Στη δεκαετία του ’60 ξεκίνησε να τραγουδά σε τοπικά μπαρ και ξενοδοχεία, στα οποία σύχναζαν ναυτικοί, για λίγα εσκούδο (τα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου ήταν αποικία της Πορτογαλίας έως το 1975) ή ένα ποτήρι γκρογκ (τοπικό ποτό).

Τη δεκαετία του ’70 η Εβόρα ήταν πλέον αρκετά γνωστή στο νησί της, χωρίς όμως η επιτυχία της αυτή να βελτιώσει τα οικονομικά της. Έτσι, αποφάσισε να σταματήσει το τραγούδι για να μπορέσει να θρέψει τα δύο παιδιά της, που είχε αποκτήσει εκτός γάμου. Επί δέκα χρόνια δεν τραγούδησε και η ίδια τα περιγράφει ως «σκοτεινά χρόνια». Την ίδια περίοδο πάλεψε με τον αλκοολισμό.

Τη διεθνή επιτυχία της οφείλει σε δύο συμπατριώτες της, που ζούσαν στην Ευρώπη. Στον Μπάνα, που την προσκάλεσε να τραγουδήσει στην Πορτογαλία και τον Ζοζέ ντα Σίλβα, που την έπεισε να μεταβεί στο Παρίσι για να ηχογραφήσει ένα δίσκο. Το άλμπουμ La Diva Aux Pieds Nus (Η Ξυπόλητη Ντίβα) κυκλοφόρησε το 1988 και γνώρισε μεγάλη επιτυχία.

 

Η Σεζάρια Εβόρα εκτοξεύτηκε στο διεθνές μουσικό στερέωμα με το τέταρτο άλμπουμ της Miss Perfumado (1992), με πωλήσεις που ξεπέρασαν τα 300.000 αντίτυπα, χάρις στο τραγούδι Sodade, που έγινε η πρώτη διεθνής επιτυχία της. Η πορτογαλική λέξη saudade έχει περίπλοκη σημασία, που είναι δύσκολο να μεταφραστεί. Σημαίνει γενικά νοσταλγία, πόθο, λύπη και μετάνοια. Η έκφραση της sodade αποτελεί εσωτερικό στοιχείο στη μουσική του Πράσινου Ακρωτηρίου.

Το 1995 ήταν υποψήφια για Βραβείο Γκράμι στην κατηγορία της World Music με το άλμπουμ Cesaria. Θα το κερδίσει τελικά το 2003 για το άλμπουμ Voz d’Amor.

Τον Μάιο του 2010 υπέστη καρδιακή προσβολή στην Πορτογαλία, όπου βρισκόταν για σειρά συναυλιών και υποβλήθηκε σε εγχείριση ανοιχτής καρδιάς στο Παρίσι. Τον Σεπτέμβριο του 2011 ανακοίνωσε ότι θέτει τέλος στη μουσική καριέρα της, ακυρώνοντας τις προγραμματισμένες συναυλίες της, καθώς βρισκόταν «σε κατάσταση μεγάλης εξάντλησης». Έφυγε από τη ζωή στις 17 Δεκεμβρίου 2011, κατόπιν βραχείας νοσηλείας στην εντατική νοσοκομείου της πατρίδας της.

Δισκογραφία

  • La Diva Aux Pieds Nus (1988)
  • Distino di Belita (1990)
  • Mar Azul (1991)
  • Miss Perfumado (1992)
  • Cesária (1995)
  • Cabo Verde (1997)
  • Café Atlantico (1999)
  • São Vicente di Longe (2001)
  • Voz d’Amor (2003)
  • Rogamar (2006)
  • Nha Sentimento (2009)


Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/425

© SanSimera.gr

Γιώργος Κωνσταντίνου / Μεγάλωσα με μια γιαγιά αγράμματη και υστερική.

Μεγάλωσα με μια γιαγιά

αγράμματη και υστερική.

Η μητέρα μου
γύριζε με θιάσους μπουλουκιών.
Συχνότερη ήταν η απουσία της
από την παρουσία της.
Μεγάλωσα, λοιπόν,
με τη σχιζοφρένεια της γιαγιάς,
σε μια πλατεία Βάθης
υποβαθμισμένη
από τους οίκους ανοχής.
Πέρασα δύσκολα παιδικά χρόνια.
Πέρασα τραγικά.
Τότε δέσποζε η πείνα
και η δυστυχία ήταν αφόρητη.
Πολλά παιδιά στη γειτονιά
σπατάλησαν τα νιάτα τους.
Δεν έκαναν τίποτα.
Παρέμειναν στην κατάθλιψη.
Τους έλεγα φανταστικές ιστορίες.
Και τους άρεσε.
Το παρατσούκλι που μου έβγαλαν,
ήταν ”Ο Φαντασίας”.
Μια μέρα με ρώτησε η μητέρα μου:
”Μήπως θέλεις να γίνεις ηθοποιός;”
Και είπα: ”Ναι.” Κι έγινα.
Θα είμαι πάντα ευγνώμων
– για τη μόρφωση που πήρα –
στο Θέατρο Τέχνης.
Ήμασταν
υποχρεωμένοι να διαβάζουμε γιατί
αλλιώς, σε θεωρούσαν αμόρφωτο.
Και στο Θέατρο Τέχνης
δε μπορούσες να είσαι αμόρφωτος.
Έπρεπε να είσαι γνώστης
και του Ντοστογιέφσκι,
και του Τολστόι και του Τσέχωφ.
Από ‘κει και πέρα ήταν στο χέρι μας
πώς θα τα αξιοποιήσουμε όλα αυτά,
ανάλογα με ποιο χάρισμα μάς έδωσε
ο Θεός. Tο ταλέντο που λένε.
Νομίζω πως έκανα
αρκετά καλά πράγματα.
Έκανα και πολλά κακά,
γιατί έμπαινε πάντα στη μέση
το θέμα της επιβίωσης.
Λάτρευα
από μικρός τον κινηματογράφο.
Ήταν παράδεισος το σινεμά για μένα.
Είχα την τύχη
να παίξω σε πολύ ωραίες ταινίες,
που θεωρούνται κλασσικές σήμερα.
Ο Αλέκος Σακελλάριος
μου έδωσε το ”Προφιτερόλ”.
Η καθοδήγηση ήταν δική του.
O αυτοσχεδιασμός δικός μου.
Τώρα βλέπω ότι ήταν πολύ εύκολο
να παιχτεί. Το προφιτερόλ μ’ έφερε
στην κορυφή και μ’ έκανε θιασάρχη.
Ένας καλλιτέχνης που έβαλε
μέσα στο αίμα του το θέατρο,
έχει μια τρομερή εξάρτηση από αυτό.
Δε μπορεί
να διανοηθεί τη ζωή του χωρίς αυτό.
Είναι κάτι που δεν κόβεται.
Αν κόψεις ένα ναρκωτικό,
σώζεται η ζωή σου.
Αν ένας ηθοποιός κόψει το θέατρο,
θα μαραζώσει. Θα πεθάνει.
Θα σβήσει η ψυχή του.
”Υπάρχει μια ρωγμή σε όλα. Από
εκεί είναι που μπαίνει μέσα το φως”.
Είναι καταπληκτικός αυτός
ο στίχος του Λέοναρντ Κοέν.
Εμείς που ζήσαμε
τις μεγάλες στερήσεις σαν παιδιά,
μοιραία
αρχίσαμε να κυνηγάμε τον ήλιο.
Και κυριολεκτικά.
Θυμάμαι, σαν παιδί,
ένα Χειμώνα στο δρόμο
που δεν έβρισκα συχνά φίλους.
Όταν έπεφτε ο ήλιος
σ’ ένα κομμάτι του δρόμου,
πήγαινα και στεκόμουν εκεί.
Όταν ο ήλιος πήγαινε λίγο πιο πέρα,
τον ακολουθούσα. Τον ακολουθούσα
μέχρι να νυχτώσει…
Γιώργος Κωνσταντίνου
……………………………………………………………..
Πηγές:
popaganda. gr
Απόσπασμα από συνέντευξη
στον Θεοδόση Μίχο.
athensvoice. gr
Απόσπασμα από συνέντευξη
στην Πηνελόπη Μασούρη.

Φωτογραφία: Πηνελόπη Μασούρη

Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο
Όλες οι αντιδράσεις:

Vasilhs Fountoglou, Marianna Goula και 2,3 χιλ. ακόμη