Category Archives: ΠΡΟΣΩΠΑ
ΙΡΕΝΑ ΣΕΝΤΛΕΡ Η γυναίκα που έσωσε 2.500 παιδιά στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
– Πώς είπαμε ότι λέγεστε;
– Μάργκαρετ Βάλντμαν.
– Α, μάλιστα!
– Είμαι η εγγονή της Λίλυ Βάλντμαν,
έσπευσα να διευκρινίσω
για τρίτη φορά. Και πρόσθεσα:
– Ήταν ένα
από τα παιδιά που σώσατε.
– Που έσωσα… ναι. Πάει πολύς καιρός.
– 1942. Πολύς καιρός, πράγματι.
Έκλεισε τα μάτια της και είχα την
εντύπωση ότι με τα βλέφαρα κλειστά
έβλεπε πολύ πιο καθαρά.
Το όνομα της Ιρένα είναι χαραγμένο
μέσα στην ψυχή μου, όπως είναι
και της γιαγιάς μου, της Λίλι.
Της έπιασα το χέρι και της ψιθύρισα,
παρόλο που ήξερα ότι δεν έπρεπε
να το κάνω.
– Είστε μια ηρωίδα, κυρία,
μια μεγάλη ηρωίδα.
Αμέσως συνοφρυώθηκε.
– Μην το λέτε αυτό Μάργκαρετ.
Οι ήρωες δε νιώθουν καμία ενοχή.
Η δική μου με κατατρώει.
Έκανα μία κίνηση προς τα πίσω.
– Ένοχη; Εσείς; Μα γιατί;
Ξανάνοιξε τα μάτια και τα κάρφωσε σε
ένα αόρατο σημείο πριν μουρμουρίσει:
– Νιώθω ένοχη
που δεν έσωσα περισσότερα παιδιά…
Από το 1942, με κίνδυνο της ζωής της,
η Ιρένα Σέντλερ, υπάλληλος
της Κοινωνικής Πρόνοιας στη Βαρσοβία,
κατάφερε να φυγαδεύσει περίπου
2.500 παιδιά από το εβραικό γκέτο,
ενώ φυλασσόταν μέρα και νύχτα
από τους Ναζί.
Ξεγελώντας τις Αρχές
κατάφερε να τα περάσει
μέσα από υπόγεια ή υπονόμους,
μέσα σε κούτες από χαρτόνι,
σε βαλίτσες, σε σακίδια,
σε μαξιλαροθήκες,
κάτω από σκουπίδια.
Το 1965 ανακηρύχθηκε
”Δίκαιη των Εθνών”.
…………………………………………………………..
Απόσπασμα
από το βιβλίο του Ζιλμπέρ Σινουέ:
ΙΡΕΝΑ ΣΕΝΤΛΕΡ
Η γυναίκα που έσωσε 2.500 παιδιά
στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
– Στην Ελλάδα υπάρχει βρωμιά και ακαταστασία που δεν υπάρχει στο εξωτερικό κι αυτό αρέσει στους ξένους.
– Η Ελλάδα είναι ωραία ως σκηνικό, αλλά όχι ως παράσταση.
– Η Ελλάδα δεν είναι ούτε ανατολή, ούτε δύση, γι’ αυτό είναι υπό διωγμό.
– Στην Ελλάδα υπάρχει βρωμιά και ακαταστασία που δεν υπάρχει στο εξωτερικό κι αυτό αρέσει στους ξένους.
– Η Ελλάδα σπάνια βγάζει μεγάλους καλλιτέχνες, γιατί δεν μπορεί να τους συντηρήσει.
– Η Ελλάδα ζει από τις εξαιρέσεις.
– Στην Ελλάδα ποτέ δεν σου συγχωρούν την επιτυχία.
– Οι Έλληνες ξέρουν να ανακαλύπτουν το ωραίο και να το γκρεμίζουν.
– Οι Έλληνες κονταίνουν τον άλλον για να ψηλώσουν.
– Ο Έλληνας θέλει να μπει από το παράθυρο.
– Στην Ελλάδα είναι πιο εύκολο να κλέψεις από το να χαρίσεις.
– Αν στην Ελλάδα εφαρμοστούν οι νόμοι, θα πάψει να υπάρχει.
– Οι Έλληνες δεν μπορούν να ζήσουν με την αλήθεια, γι’ αυτό ζουν με παραμύθια.
– Ελληνικό είναι ό,τι απαγορεύει η Αστυνομία.
– Δεν έχω καμιά σχέση με τα κόμματα. Ουδέποτε ανήκα πουθενά, διότι είμαι κι εγώ άπιαστος όπως η Ελληνικότητα.
– Αθήνα: Απαίσιο σκηνικό, ωραία φωτισμένο.
– Κανένας στην Ελλάδα δεν ασκεί το επάγγελμα του.
– Στη ζωή μου με υποστήριξε μόνο η δουλειά μου.
– Αν δεν ευχαριστιέσαι με τη δουλειά σου είναι δυστυχία και αρρώστια. Αν είναι παρηγοριά, πάει καλά. Ειδάλλως είναι φρίκη.
– Ό,τι έρχεται νωρίς, φεύγει και νωρίς.
– Δε ζήλεψα ποτέ στη ζωή μου. Επιθυμίες είχα που προσπάθησα πολύ να τις πραγματοποιήσω.
– Όσο πιο ψηλά ανεβαίνεις, τόσο πιο μετριόφρων πρέπει να γίνεσαι.
– Για να φτάσεις ψηλά στην Τέχνη, πρέπει να δεις τα αόρατα.
Εγώ έχω δει μέρος αυτών και για λίγο.
Είναι πολύ δύσκολο να τα δεις.
– Στην τέχνη πρέπει να υπάρχει ισορροπία τεχνικής και αυθορμητισμού.
– Ελευθερία και πειθαρχία η ζωγραφική.
– Αισθητική είναι η ορθογραφία.
Γιάννης Τσαρούχης
Στέλιος Καζαντζίδης – Αποσύρθηκα με τη θέλησή μου από τα κέντρα.
– Αποσύρθηκα
με τη θέλησή μου από τα κέντρα.
Παρόλο που εκείνα τα χρόνια
υπήρχε ουσιαστική επαφή ανάμεσα
στο κοινό και τον καλλιτέχνη,
τα κέντρα μάζευαν και κακοποιούς,
είχαν καταντήσει εστίες καυγάδων,
όπου μαχαίρια έβγαιναν,
πυροβολισμοί έπεφταν,
μπράβοι κυκλοφορούσαν.
Υπήρχαν εποχές που κάθε βράδυ
με συνόδευαν ως το σπίτι μου,
δύο αυτοκίνητα
με ανθρώπους του κέντρου,
για να φτάσω σίγουρα ζωντανός.
Έδινα τόπο στην οργή, με νόμιζαν
δειλό αλλά ήταν ζωή αυτό το πράγμα;
– Μείνατε, ωστόσο,
15 χρόνια και τα εγκαταλείψατε
τη στιγμή της μεγάλης σας ακμής.
Συνειδητά διαλέξατε τη στιγμή αυτή;
– Όχι. Αλλά η κατάσταση την εποχή
που έφυγα είχε καταντήσει αφόρητη.
Θυμάμαι
ένα αφεντικό που, για να με δελεάσει
ώστε να είμαι στο μαγαζί του,
μου είπε ότι θα έχουμε μέσα
κι οχτώ – εννιά γυναίκες
που θα αλωνίζουν κ.λπ.
”Σε μένα μιλάς έτσι”, του λέω,
”που δεν επιτρέπω σε γυναίκα
να κατέβει σε τραπέζι, ή να κάτσει
σταυροπόδι στο παλκοσένικο;”
Είχα τέτοιες παραξενιές
στη δουλειά μου, που σιγά – σιγά
όλο και λιγότερο με σήκωνε το κλίμα.
Επικρατούσε μια αναρχία.
Το σπάσιμο είχε γίνει της μόδας.
Ένα γεγονός το τελευταίο βράδυ
της αποκριάς του 1965, με έκανε
να πάρω τη μεγάλη απόφαση.
Τραγουδούσα, και μια Αγγλίδα
δασκάλα που ερχόταν κάθε βράδυ
με τον συνοδό της, έναν ταξιτζή,
αρπάζει ένα μπουκάλι
και το πετάει στην πίστα.
Σκεφτείτε ότι
ο πάτος του μπουκαλιού ξεκόλλησε,
πέρασε ξυστά από το πρόσωπό μου
και σφηνώθηκε με τέτοια δύναμη
στη γύψινη διακόσμηση του τοίχου
πίσω μου, ώστε δε φαινόταν!
Κατέβηκα από το παλκοσένικο,
πήγα στο καμαρίνι κι εκεί έκανα
μια συνομιλία με τον εαυτό μου
μπροστά στον καθρέφτη.
Είπα, ”απόψε είναι
η τελευταία σου βραδιά σε κέντρο.
Δε θα ξαναδουλέψεις γιατί κινδυνεύει
κι αυτή η σωματική σου ακεραιότητα.”
Κι έδωσα έναν πολύ σοβαρό όρκο
που, όπως ξέρετε, τον τήρησα.
Στέλιος Καζαντζίδης
………………………………………………………….
Απόσπασμα από το βιβλίο
της Όλγας Μπακομάρου
ΩΣΕΙ ΠΑΡΩΝΤΕΣ
Φωτογραφία:
Γιάννης Βελισσαρίδης
Γιώργος Μιχαλακόπουλος / Πρόσωπα
Γεννήθηκα στην Αθήνα. Λεωφόρος
Αλεξάνδρας – Γκύζη – Εξάρχεια.
Αυτή ήταν η περιοχή μου.
Πήγαινα στο 5ο Γυμνάσιο Αρρένων.
Το 5ο Γυμνάσιο, τότε,
είχε ευτυχήσει να έχει μια τάξη
με ανθρώπους που αργότερα
είχαν να κάνουν με την τέχνη.
Φέρτης, Χρονόπουλος, Καλλιφατίδης,
Λυμπερόπουλος, Ασημακόπουλος,
εγώ, συμμαθητές όλοι.
Παιδιά των Εξαρχείων ήμασταν,
το σχολείο ήταν στα Εξάρχεια.
Εκεί έγιναν οι πρώτες παραστάσεις
του 5ου Γυμνασίου Αρρένων, που
όταν παίζονταν στο Θέατρο Κεντρικόν,
χάλαγε ο κόσμος. Είχαμε μεγάλο σουξέ.
Παίζαμε όλοι μαζί ως μαθητές και
οι εισπράξεις πήγαιναν στο σχολείο.
Στο Γυμνάσιο γεννήθηκε η μαγιά.
Και πήγα και έδωσα στον Κουν,
όπως και οι περισσότεροι από εμάς
που σαν συνεννοημένοι βρεθήκαμε
όλοι στο Θέατρο Τέχνης.
Το κυρίως Θέατρο
το ανακάλυψα με τον δάσκαλό μου,
τον Κουν. Ο Κουν ήταν ένα φαινόμενο.
Αφού τελείωσα τη σχολή,
έμεινα δύο χρόνια στο Τέχνης
και ύστερα έφυγα.
Αισθάνθηκα πως ό,τι είχα να πάρω
το πήρα και θεώρησα καλό να βγω
στον ελεύθερο στίβο.
Και πήγα στον Μουσούρη που ήταν
το τελωνείο του Ελληνικού Θεάτρου.
Όποιος πέρναγε
από το Θέατρο Μουσούρη
ήταν πια επαγγελματίας ηθοποιός.
Τί είναι το ταλέντο
ούτε ξέρω, ούτε ήξερα.
Ήξερα όμως πως
αυτή είναι η δουλειά μου.
Αφιερώθηκα και προχώρησα.
Είμαι μια ολόκληρη ζωή στο Θέατρο.
Και δεν είπα ποτέ, νισάφι πια.
Εξήντα χρόνια τώρα, έχω παίξει
όλο το παγκόσμιο ρεπερτόριο.
Από τον Κάρολο Κουν
μου έμεινε αυτό που μας έλεγε:
”Η δουλειά
είναι το κυρίαρχο στο Θέατρο,
η επιμονή να είσαι σχεδόν ασκητής
σε αυτό που κάνεις.”
Δούλεψα πολύ. Δουλεύω πολύ.
Κάνω τη δουλειά μου με μεράκι,
δεν την κάνω αγγαρεία.
Πώς χτίζεται ένας ρόλος;
Σιγά – σιγά όπως με την κολύμβηση.
Βάζεις το δαχτυλάκι σου πρώτα,
το πόδι σου μετά.
Ποτέ δεν πας κατευθείαν στα βαθιά.
Πνίγεσαι.
Σου παίρνει πολύ χρόνο
αλλά αυτός ο χρόνος σε χτίζει.
Καταρχάς απορρίπτω συνέχεια
τον εαυτό μου.
Σαν τον συγγραφέα που σβήνει
και σβήνει…
Αν ξεκινήσεις και πεις ”το ‘χω”,
δεν έχεις τίποτα.
Η επιτυχία και το χειροκρότημα
έχουν σημασία όταν αισθάνεσαι
εσύ καλά.
Γιατί μπορεί να σε χειροκροτούν,
και να ξέρεις ότι δεν ήσουν καλός.
Υπάρχουν ρόλοι που θα μπορούσα
να τους είχα κάνει καλύτερα.
Ποτέ δεν έχω φτάσει στο απόλυτο.
Αν είχα φτάσει, θα είχα πεθάνει.
Αυτή είναι η ομορφιά…
Γιώργος Μιχαλακόπουλος
Σαν σήμερα, πέρυσι, έφυγε από τη ζωή.
…………………………………………………………………
Πηγή: bovary. gr
Απόσπασμα από συνέντευξη
στη Μυρτώ Λοβέρδου.
Φωτογραφία:
Μαριλένα Αναστασιάδου
Αχ Αννούλα του χιονιά Σαράντης Αλιβιζάτος
Ξεκίνησα να γράφω στο Δημοτικό.
Όλα μου τα τετράδια του σχολείου
ήταν γεμάτα από στίχους.
Ο πατέρας μου πήγε στη δασκάλα μου
κι εκείνη, γλυκιά και αγαπητή
του είπε, ευτυχώς:
– Αυτό είναι χάρισμα κύριε Αλιβιζάτε.
Μην τον χτυπάτε…
Πάει καιρός που το φεγγάρι
δεν περνάει από ‘δω,
το τοπίο είναι χακί
τρώει την καρδιά σου,
σε λευκό χαρτί τη νύχτα
ξαναγράφω σ’ αγαπώ,
στη σκοπιά παραμιλάω
τ’ όνομά σου.
Χθες το βράδυ στ’ όνειρό μου
τί σου είναι το μυαλό,
μπήκαν, λέει, περιστέρια
στο στρατώνα
κι όπως το ‘φερε η κουβέντα,
μου είπαν όνειρο κι αυτό,
σήκω πήγαινε στην Άννα
του Χειμώνα
Αχ Αννούλα του χιονιά
δε θα είμαι πια μαζί σου,
στου Δεκέμβρη τις εννιά
που έχεις Άννα τη γιορτή σου.
Σαράντης Αλιβιζάτος
Γιώργος Βελέντζας
Γιώργος Βελέντζας
Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1927. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Μετά τις σπουδές, το 1948, ξεκίνησε την επαγγελματική του καριέρα τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο, με εξαιρετικές συνεργασίες. Οι ρόλοι του στον κινηματογράφο ήταν μικροί, αλλά δεν περνούσαν απαρατήρητοι. Κατέχει μαζί με λίγους ηθοποιούς, το ρεκόρ συμμετοχών σε κινηματογραφικές ταινίες, με σύνολο 209.
Πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση έγινε το 1948, με την ταινία «Οχυρό 27» του Μαυρίκιου Νόβακ και της Νόβακ Φιλμς. Την επόμενη χρονιά, το 1949, ξεκίνησε και η συνεργασία του με τη Φίνος Φιλμ, συμμετέχοντας στην ταινία «Τελευταία Αποστολή». Συνέχισε την κινηματογραφική του καριέρα, με πλούσια συμμετοχή, έχοντας στο ενεργητικό του περισσότερες από 200 ταινίες. Χαρακτηριστικός ήταν ο ρόλος του στην κωμωδία του Θόδωρου Μαραγκού «Από πού πάνε για τη Χαβούζα;» (1978), όπου έκανε τον αδερφό της Άννας Μαντζουράνη, ενώ στην ταινία του Ερρίκου Θαλασσινού «Ο Τσαρλατάνος» (1973) με το Θανάση Βέγγο, ο Βελέντζας υποδύθηκε τον αυστηρό διοικητή του αστυνομικού τμήματος. Έπαιξε πολλές φορές ρόλους στρατιωτικού, κυρίως όμως αστυνομικού. Το 1993, για τη συμμετοχή του στην ταινία «Ζωή Χαρισάμενη», κέρδισε το βραβείο ερμηνείας Β’ Ανδρικού ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Τελευταία του εμφάνιση στη μεγάλη οθόνη ήταν το 2010, στην ταινία του Τζώρτζη Αγαθονικιάδη «Πικρό Χιόνι». Ασχολήθηκε με το ντουμπλάρισμα φωνής, σε πολλές ελληνικές ταινίες του 1950 – 70 και σε μεταγλωττίσεις για την τηλεόραση («Μικρό σπίτι στο λιβάδι»). Επίσης, έκανε ένα σημαντικό πέρασμα και από το ραδιόφωνο. Συμμετείχε και στο πετυχημένο σήριαλ του ΑΝΤ1 «Κωνσταντίνου και Ελένης», ως ο πατέρας της Ματίνας.
Φρανκ Ριμπερί/Πέρασα μέσα από το τζάμι ενός αυτοκινήτου
“Mε εγκατέλειψαν σε μοναστήρι οι φυσικοί μου γονείς, όταν ήμουν ακόμα νεογέννητο.
Ευτυχώς, μετά από λίγο καιρό, βρήκα μια οικογένεια που από την αρχή μου μετέδωσε όλη την αγάπη και τη στοργή που κάποιος άλλος επέλεξε να αρνηθεί.
Η μοίρα, όμως, μου επιφύλασσε περισσότερα.
Ήμουν λίγο πάνω από τα δύο μου χρόνια, όπου μετά από τροχαίο ατύχημα πέρασα μέσα από το τζάμι ενός αυτοκινήτου, προκαλώντας ένα τεράστιο τραύμα στο πρόσωπο.
Από εκείνη τη στιγμή, κανείς δεν με παρακολουθούσε ή δεν με έκρινε για τις τεχνικές μου ιδιότητες, ή επειδή ήμουν καλός άνθρωπος.
Όλοι, εκτός από τους γονείς μου, σχολίαζαν την φυσική μου εμφάνιση και έκριναν από την ασχήμια του προσώπου μου προφανώς λόγω της πληγής.
Ένιωσα πολύ άσχημα, σα να με κρίνουν.
Όμως τους άφησα όλους στην άκρη και αυτό με δυνάμωσε και έφτιαξα έναν ατσάλινο χαρακτήρα!”
Φρανκ Ριμπερί
Οι Έλληνες ξέρουν να ανακαλύπτουν το ωραίο και να το γκρεμίζουν. Γιάννης Τσαρούχης
– Η Ελλάδα είναι ωραία ως σκηνικό, αλλά όχι ως παράσταση.
– Η Ελλάδα δεν είναι ούτε ανατολή, ούτε δύση, γι’ αυτό είναι υπό διωγμό.
– Στην Ελλάδα υπάρχει βρωμιά και ακαταστασία που δεν υπάρχει στο εξωτερικό κι αυτό αρέσει στους ξένους.
– Η Ελλάδα σπάνια βγάζει μεγάλους καλλιτέχνες, γιατί δεν μπορεί να τους συντηρήσει.
– Η Ελλάδα ζει από τις εξαιρέσεις.
– Στην Ελλάδα ποτέ δεν σου συγχωρούν την επιτυχία.
– Οι Έλληνες ξέρουν να ανακαλύπτουν το ωραίο και να το γκρεμίζουν.
– Οι Έλληνες κονταίνουν τον άλλον για να ψηλώσουν.
– Ο Έλληνας θέλει να μπει από το παράθυρο.
– Στην Ελλάδα είναι πιο εύκολο να κλέψεις από το να χαρίσεις.
– Αν στην Ελλάδα εφαρμοστούν οι νόμοι, θα πάψει να υπάρχει.
– Οι Έλληνες δεν μπορούν να ζήσουν με την αλήθεια, γι’ αυτό ζουν με παραμύθια.
– Ελληνικό είναι ό,τι απαγορεύει η Αστυνομία.
– Δεν έχω καμιά σχέση με τα κόμματα. Ουδέποτε ανήκα πουθενά, διότι είμαι κι εγώ άπιαστος όπως η Ελληνικότητα.
– Αθήνα: Απαίσιο σκηνικό, ωραία φωτισμένο.
– Κανένας στην Ελλάδα δεν ασκεί το επάγγελμα του.
– Στη ζωή μου με υποστήριξε μόνο η δουλειά μου.
– Αν δεν ευχαριστιέσαι με τη δουλειά σου είναι δυστυχία και αρρώστια. Αν είναι παρηγοριά, πάει καλά. Ειδάλλως είναι φρίκη.
– Ό,τι έρχεται νωρίς, φεύγει και νωρίς.
– Δε ζήλεψα ποτέ στη ζωή μου. Επιθυμίες είχα που προσπάθησα πολύ να τις πραγματοποιήσω.
– Όσο πιο ψηλά ανεβαίνεις, τόσο πιο μετριόφρων πρέπει να γίνεσαι.
– Για να φτάσεις ψηλά στην Τέχνη, πρέπει να δεις τα αόρατα.
Εγώ έχω δει μέρος αυτών και για λίγο.
Είναι πολύ δύσκολο να τα δεις.
– Στην τέχνη πρέπει να υπάρχει ισορροπία τεχνικής και αυθορμητισμού.
– Ελευθερία και πειθαρχία η ζωγραφική.
– Αισθητική είναι η ορθογραφία.
Γιάννης Τσαρούχης
“Πάμε μωρέ σε αυτούς που βοηθάς εσύ…” Σάκης Μπουλάς
– Δίνεις μια μπουκιά από την τυρόπιτα σου σε ένα κοκαλιάρικο αδέσποτο σκυλί και σκάει μύτη ο “εδώ πεινάνε παιδιά κι εσείς ταΐζετε τα ζώα”.
– Βοηθάς μια φτωχή οικογένεια και σκάει μύτη ο ” ναι, αλλά αυτή έβαψε τη ρίζα της, δεν έχουν ανάγκη, στα ψέματα το κάνουν”
– Βοηθάς αλλοδαπή οικογένεια ” εδώ πεινάνε οι Ελληνες, αυτοί μας μάραναν”
-Βοηθάς ανάπηρο άνθρωπο ” Αυτόν μωρέ που παίρνει την αναπηρική; Τόσοι άνεργοι υπάρχουν”.
-Βοηθάς άνεργο “Να πάει να δουλέψει το ρεμ@λι”
-Βοηθάς τοξικομανή ” Επιλογή του είναι, τί τον ταίζεις, βόηθα κανέναν με καρκίνο”
– Δίνεις σε παιδάκι ρομά” θα του τα φάνε αυτοί που το βάλανε”
Η απάντηση προς τα κακιασμένα αυτά όντα που ποτέ δεν έχουν δώσει τίποτα σε κανέναν, ούτε από την τσέπη ούτε και από την ψυχή τους (όταν φυσικά έχουν την δυνατότητα! ) είναι το:
“Σήμερα έχω άπειρο χρόνο. Πάμε μωρέ σε αυτούς που βοηθάς εσύ να τους γνωρίσω, άμα είναι να δώσω κι εγώ”.
– ……….. (σιωπή).