Ο πατέρας ήταν γιατρός
και η μητέρα τραπεζικός.
Αριστοτέλης Ωνάσης, Σταμάτης Κόκοτας
![Μπορεί να είναι εικόνα 2 άτομα](https://scontent-sof1-1.xx.fbcdn.net/v/t39.30808-6/462115823_1100956374727304_8344815268857506002_n.jpg?stp=dst-jpg_p526x296&_nc_cat=101&ccb=1-7&_nc_sid=aa7b47&_nc_ohc=TrNZxE9QFoAQ7kNvgHQ2UEj&_nc_ht=scontent-sof1-1.xx&_nc_gid=AJ4dU5kLcXLOhApWTht9p3f&oh=00_AYDTGOXRUgOyo8yR07v6kCUDpVU3QT3zE2Bedqls2zUaBQ&oe=6704E860)
Γεννήθηκα το 1943,
στο Μεταξουργείο, σε μια αυλή
που ζούσανε τρεις οικογένειες,
άρρωστες και οι τρεις
από την ασθένεια της Κατοχής,
τη φυματίωση.
Ζούσαμε σ’ ένα δωμάτιο τέσσερα
επί τέσσερα. Δεν είχαμε ανέσεις.
Η μητέρα μου,
άρρωστη από φυματίωση,
θα ήταν δεκάξι ετών όταν με είχε.
Σήμερα μου λέει πως από μικρή
φαινόμουν ότι θα γίνω ξενυχτού.
Όλη μέρα κοιμόμουν
και τη νύχτα ήμουν ξύπνια.
Και η γυναίκα τί να κάνει…
Όλη μέρα έπλενε και όλη νύχτα
αναγκαζόταν να με γυρνάει στην
αυλή για να μην ενοχλώ τους άλλους.
Οι γονείς μου
αγόρασαν με χίλιες δυο στερήσεις
ένα οικόπεδο εκτός σχεδίου
στην Αγία Βαρβάρα, στο Αιγάλεω.
Χτίσαμε. Ένα δωμάτιο με κεραμίδια.
Ο πατέρας μου
δούλευε στη λαχαναγορά κι έτρεφε
τρία παιδιά, τη γιαγιά και τη μάνα μου.
Μια μέρα ένας θείος μου
με πήγε μαζί με μια ξαδέρφη μου
στα Ταλέντα του Γιώργου Οικονομίδη
να τραγουδήσουμε, έτσι για πλάκα.
Μόλις κατεβήκαμε κάτω, ήταν εκεί
ένας από το θέατρο Διάνα και μας
ζήτησε να πάμε να τραγουδήσουμε.
Ο πατέρας μου αντέδρασε
κι έτσι δεν πήγαμε.
Μετά από μερικά χρόνια
αρρώστησε από την καρδιά του
και λέει στη μητέρα μου
η ξαδέλφη μου, Έφη Λίντα,
που τραγουδούσε τότε
στην ”Τριάνα” του Βασίλη Χειλά
με τη Δούκισσα και τον Μπιθικώτση:
– Άφησέ την. Θα παίρνει
και 150 δραχμές την ημέρα.
Από εκεί που δεν είχαμε μία,
150 δραχμές ήταν πολλά χρήματα.
Ανέβηκα στην ”Τριάνα”
ανήμερα το Πάσχα του 1962.
Η Δούκισσα με βοήθησε πολύ
και ο Γρηγόρης,
που τότε ήτανε στο φόρτε του,
με πηγαινοέφερνε στο σπίτι μου.
Με βοήθησε πολύ
και ο Γιάννης Καραμπεσίνης.
Μου έβαζε δίσκους να δω πώς
τραγουδάνε. Μου έκανε πρόβες.
Με βοήθησε ο Γιώργος Ζαμπέτας.
Με προστάτευε με συμβουλές,
μου είχε ξεχωριστή αγάπη,
ήξερε τους γονείς μου πολύ καλά.
Οι οικογένειές μας ήταν πολύ δεμένες.
Μου έδωσαν τραγούδια ο Σταύρος
Ξαρχάκος, ο Απόστολος Καλδάρας,
ο Γιάννης Σπανός, ο Δήμος Μούτσης,
ο Άκης Πάνου, ο Γιώργος Ζαμπέτας,
ο Γιάννης Μαρκόπουλος
και όλοι οι μεγάλοι συνθέτες.
Προσπαθούσα να μπαίνω
στο πετσί του συνθέτη,
να καταλαβαίνω τί σκεφτόταν
την ώρα που έγραφε το τραγούδι,
πώς το νιώθει εκείνος.
Φρόντιζα πάντα να σέβομαι
τον εαυτό μου και το κοινό.
Είπα τραγούδια με κοινωνικό στίχο
που μίλησε στην ψυχή του Έλληνα.
Τραγούδησα ”Τα τρένα που φύγαν
αγάπες μού πήρανε” των Βαγγέλη
Γκούφα και Βασίλη Ανδρεόπουλου,
είπα το ”Προσκύνημα”
του Ιάκωβου Καμπανέλλη,
το ”Νυν και Αεί”
και το ”Ο Σαμ, ο Τζώννυ και ο Ιβάν”
του Νίκου Γκάτσου,
σε μουσική Σταύρου Ξαρχάκου
στην έξαρση της Μεταπολίτευσης.
Τραγούδησα στίχους
του Δημήτρη Χριστοδούλου,
”Κοντά στα ξημερώματα
και πριν να βγει ο ήλιος”,
είπα τον ”Αλήτη” του Ζαμπέτα,
που όποιος τον αναλύσει
θα δει τί λέει…
”Ξενύχτησα στην πόρτα σου
και σιγοτραγουδώ,
Δεν ξέρω πόσο σ’ αγαπώ,
Κάτω από τη μαρκίζα,
Πέρα από τη θάλασσα,
Άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε,
Θα κλείσω τα μάτια,
θ’ απλώσεις τα χέρια,
Ασφαλώς και δεν πρέπει
να μας δούνε παρέα,
Ένα αστέρι πέφτει, πέφτει,
Χάθηκε το φεγγάρι,
Ναύτης βγήκε στη στεριά
για περιπολία,
Άνθρωποι μονάχοι,
Έτσι είναι η ζωή
και πώς να την αλλάξεις,
Επεμβαίνεις, επεμβαίνεις,
Μιλώ για τα παιδιά μου,
και ιδρώνω.”
Δούλεψα πολύ
για να τα κάνω όλα αυτά.
Θα μπορούσα να έχω κερδίσει
πολλά λεφτά λέγοντας σουξεδάκια.
Ήθελα να κερδίσω κάπου αλλού.
Το κέρδος μου θα είναι ο σεβασμός
από τους νεότερους τραγουδιστές
και τα τραγούδια μου.
Είναι πολιτισμός το τραγούδι,
δεν είναι λεφτά.
Θέλω να ευχαριστήσω όλους τους
δημιουργούς που μου εμπιστεύθηκαν
τα τραγούδια τους.
Και θέλω να πω ένα μεγάλο
ευχαριστώ στους δημοσιογράφους.
Μου στάθηκαν πολύ. Με αγάπησαν.
Τώρα αν βρέθηκαν και κάποιοι να
με ειρωνευτούν σε κάποια πράγματα
που υποστήριζα για τη θρησκεία,
δε λέει και τίποτα…
Βίκυ Μοσχολιού
………………………………………………………………..
Πηγές:
mousiki – periodiko. gr
Απόσπασμα από συνέντευξη
στον Γιώργο Π. Τσάμπρο.
musiccorner. gr
Απόσπασμα από συνέντευξη
στην Γιώτα Γεωργουλέα.
Διάσημη τραγουδίστρια από το Πράσινο Ακρωτήριο, γνωστή και ως «ξυπόλητη ντίβα», επειδή συνήθιζε να τραγουδά ανυπόδητη, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τη φτώχεια που επικρατούσε στην πατρίδα της. Αποκλήθηκε βασίλισσα των μόρνα, των τραγουδιών της πατρίδας της, που συνδυάζουν τους ρυθμούς της Δυτικής Αφρικής, τα πορτογαλικά φάντο (fado), τα βραζιλιάνικα μοντχίνα (modhina) και τους αγγλικούς ναυτικούς σκοπούς (sea shanty). Ήταν ιδιαίτερα αγαπητή στη χώρα μας, όπου είχε βρεθεί αρκετές φορές για συναυλίες.
Η Σεζάρια Εβόρα (Cesária Évora, ορθότερη προφορά στα πορτογαλικά Σεζάριε Εβούρε), γεννήθηκε στο νησί Σάο Βισέντε του νησιωτικού συμπλέγματος του Πράσινου Ακρωτηρίου, στις 27 Αυγούστου 1941. Σε ηλικία επτά ετών έμεινε ορφανή από πατέρα, που ήταν βιολιστής, και η μητέρα της, που εργαζόταν ως μαγείρισσα, αγωνίστηκε μάταια να μεγαλώσει αυτήν και τα έξι αδέλφια της με τα πενιχρά εισοδήματά της. Στα δέκα της, η μικρή Σιζέ, όπως ήταν το χαϊδευτικό της, μπήκε σε καθολικό ορφανοτροφείο. Εκεί ήταν που ήρθε σε πρώτη επαφή με τη μουσική, συμμετέχοντας στη χορωδία του ιδρύματος.
Στα 16 της κι ενώ εργαζόταν ως ράφτρα, συνάντησε ένα ναυτικό, ονόματι Εντουάρντο, ο οποίος τη μύησε στα παραδοσιακά μουσικά στιλ των νησιών του Πράσινου Ακρωτηρίου, κολαντέιρα (σατιρικά τραγούδια κοινωνικής κριτικής) και μόρνα (τραγούδια της λύπης, της μελαγχολίας και της νοσταλγίας). Στη δεκαετία του ’60 ξεκίνησε να τραγουδά σε τοπικά μπαρ και ξενοδοχεία, στα οποία σύχναζαν ναυτικοί, για λίγα εσκούδο (τα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου ήταν αποικία της Πορτογαλίας έως το 1975) ή ένα ποτήρι γκρογκ (τοπικό ποτό).
Τη δεκαετία του ’70 η Εβόρα ήταν πλέον αρκετά γνωστή στο νησί της, χωρίς όμως η επιτυχία της αυτή να βελτιώσει τα οικονομικά της. Έτσι, αποφάσισε να σταματήσει το τραγούδι για να μπορέσει να θρέψει τα δύο παιδιά της, που είχε αποκτήσει εκτός γάμου. Επί δέκα χρόνια δεν τραγούδησε και η ίδια τα περιγράφει ως «σκοτεινά χρόνια». Την ίδια περίοδο πάλεψε με τον αλκοολισμό.
Η Σεζάρια Εβόρα εκτοξεύτηκε στο διεθνές μουσικό στερέωμα με το τέταρτο άλμπουμ της Miss Perfumado (1992), με πωλήσεις που ξεπέρασαν τα 300.000 αντίτυπα, χάρις στο τραγούδι Sodade, που έγινε η πρώτη διεθνής επιτυχία της. Η πορτογαλική λέξη saudade έχει περίπλοκη σημασία, που είναι δύσκολο να μεταφραστεί. Σημαίνει γενικά νοσταλγία, πόθο, λύπη και μετάνοια. Η έκφραση της sodade αποτελεί εσωτερικό στοιχείο στη μουσική του Πράσινου Ακρωτηρίου.
Το 1995 ήταν υποψήφια για Βραβείο Γκράμι στην κατηγορία της World Music με το άλμπουμ Cesaria. Θα το κερδίσει τελικά το 2003 για το άλμπουμ Voz d’Amor.
Τον Μάιο του 2010 υπέστη καρδιακή προσβολή στην Πορτογαλία, όπου βρισκόταν για σειρά συναυλιών και υποβλήθηκε σε εγχείριση ανοιχτής καρδιάς στο Παρίσι. Τον Σεπτέμβριο του 2011 ανακοίνωσε ότι θέτει τέλος στη μουσική καριέρα της, ακυρώνοντας τις προγραμματισμένες συναυλίες της, καθώς βρισκόταν «σε κατάσταση μεγάλης εξάντλησης». Έφυγε από τη ζωή στις 17 Δεκεμβρίου 2011, κατόπιν βραχείας νοσηλείας στην εντατική νοσοκομείου της πατρίδας της.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/425
© SanSimera.gr
Vasilhs Fountoglou, Marianna Goula και 2,3 χιλ. ακόμη