Tag Archives: ΠΡΟΣΩΠΑ
ΙΡΕΝΑ ΣΕΝΤΛΕΡ Η γυναίκα που έσωσε 2.500 παιδιά στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
– Πώς είπαμε ότι λέγεστε;
– Μάργκαρετ Βάλντμαν.
– Α, μάλιστα!
– Είμαι η εγγονή της Λίλυ Βάλντμαν,
έσπευσα να διευκρινίσω
για τρίτη φορά. Και πρόσθεσα:
– Ήταν ένα
από τα παιδιά που σώσατε.
– Που έσωσα… ναι. Πάει πολύς καιρός.
– 1942. Πολύς καιρός, πράγματι.
Έκλεισε τα μάτια της και είχα την
εντύπωση ότι με τα βλέφαρα κλειστά
έβλεπε πολύ πιο καθαρά.
Το όνομα της Ιρένα είναι χαραγμένο
μέσα στην ψυχή μου, όπως είναι
και της γιαγιάς μου, της Λίλι.
Της έπιασα το χέρι και της ψιθύρισα,
παρόλο που ήξερα ότι δεν έπρεπε
να το κάνω.
– Είστε μια ηρωίδα, κυρία,
μια μεγάλη ηρωίδα.
Αμέσως συνοφρυώθηκε.
– Μην το λέτε αυτό Μάργκαρετ.
Οι ήρωες δε νιώθουν καμία ενοχή.
Η δική μου με κατατρώει.
Έκανα μία κίνηση προς τα πίσω.
– Ένοχη; Εσείς; Μα γιατί;
Ξανάνοιξε τα μάτια και τα κάρφωσε σε
ένα αόρατο σημείο πριν μουρμουρίσει:
– Νιώθω ένοχη
που δεν έσωσα περισσότερα παιδιά…
Από το 1942, με κίνδυνο της ζωής της,
η Ιρένα Σέντλερ, υπάλληλος
της Κοινωνικής Πρόνοιας στη Βαρσοβία,
κατάφερε να φυγαδεύσει περίπου
2.500 παιδιά από το εβραικό γκέτο,
ενώ φυλασσόταν μέρα και νύχτα
από τους Ναζί.
Ξεγελώντας τις Αρχές
κατάφερε να τα περάσει
μέσα από υπόγεια ή υπονόμους,
μέσα σε κούτες από χαρτόνι,
σε βαλίτσες, σε σακίδια,
σε μαξιλαροθήκες,
κάτω από σκουπίδια.
Το 1965 ανακηρύχθηκε
”Δίκαιη των Εθνών”.
…………………………………………………………..
Απόσπασμα
από το βιβλίο του Ζιλμπέρ Σινουέ:
ΙΡΕΝΑ ΣΕΝΤΛΕΡ
Η γυναίκα που έσωσε 2.500 παιδιά
στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Στέλιος Καζαντζίδης – Αποσύρθηκα με τη θέλησή μου από τα κέντρα.
– Αποσύρθηκα
με τη θέλησή μου από τα κέντρα.
Παρόλο που εκείνα τα χρόνια
υπήρχε ουσιαστική επαφή ανάμεσα
στο κοινό και τον καλλιτέχνη,
τα κέντρα μάζευαν και κακοποιούς,
είχαν καταντήσει εστίες καυγάδων,
όπου μαχαίρια έβγαιναν,
πυροβολισμοί έπεφταν,
μπράβοι κυκλοφορούσαν.
Υπήρχαν εποχές που κάθε βράδυ
με συνόδευαν ως το σπίτι μου,
δύο αυτοκίνητα
με ανθρώπους του κέντρου,
για να φτάσω σίγουρα ζωντανός.
Έδινα τόπο στην οργή, με νόμιζαν
δειλό αλλά ήταν ζωή αυτό το πράγμα;
– Μείνατε, ωστόσο,
15 χρόνια και τα εγκαταλείψατε
τη στιγμή της μεγάλης σας ακμής.
Συνειδητά διαλέξατε τη στιγμή αυτή;
– Όχι. Αλλά η κατάσταση την εποχή
που έφυγα είχε καταντήσει αφόρητη.
Θυμάμαι
ένα αφεντικό που, για να με δελεάσει
ώστε να είμαι στο μαγαζί του,
μου είπε ότι θα έχουμε μέσα
κι οχτώ – εννιά γυναίκες
που θα αλωνίζουν κ.λπ.
”Σε μένα μιλάς έτσι”, του λέω,
”που δεν επιτρέπω σε γυναίκα
να κατέβει σε τραπέζι, ή να κάτσει
σταυροπόδι στο παλκοσένικο;”
Είχα τέτοιες παραξενιές
στη δουλειά μου, που σιγά – σιγά
όλο και λιγότερο με σήκωνε το κλίμα.
Επικρατούσε μια αναρχία.
Το σπάσιμο είχε γίνει της μόδας.
Ένα γεγονός το τελευταίο βράδυ
της αποκριάς του 1965, με έκανε
να πάρω τη μεγάλη απόφαση.
Τραγουδούσα, και μια Αγγλίδα
δασκάλα που ερχόταν κάθε βράδυ
με τον συνοδό της, έναν ταξιτζή,
αρπάζει ένα μπουκάλι
και το πετάει στην πίστα.
Σκεφτείτε ότι
ο πάτος του μπουκαλιού ξεκόλλησε,
πέρασε ξυστά από το πρόσωπό μου
και σφηνώθηκε με τέτοια δύναμη
στη γύψινη διακόσμηση του τοίχου
πίσω μου, ώστε δε φαινόταν!
Κατέβηκα από το παλκοσένικο,
πήγα στο καμαρίνι κι εκεί έκανα
μια συνομιλία με τον εαυτό μου
μπροστά στον καθρέφτη.
Είπα, ”απόψε είναι
η τελευταία σου βραδιά σε κέντρο.
Δε θα ξαναδουλέψεις γιατί κινδυνεύει
κι αυτή η σωματική σου ακεραιότητα.”
Κι έδωσα έναν πολύ σοβαρό όρκο
που, όπως ξέρετε, τον τήρησα.
Στέλιος Καζαντζίδης
………………………………………………………….
Απόσπασμα από το βιβλίο
της Όλγας Μπακομάρου
ΩΣΕΙ ΠΑΡΩΝΤΕΣ
Φωτογραφία:
Γιάννης Βελισσαρίδης
Γιώργος Μιχαλακόπουλος / Πρόσωπα
Γεννήθηκα στην Αθήνα. Λεωφόρος
Αλεξάνδρας – Γκύζη – Εξάρχεια.
Αυτή ήταν η περιοχή μου.
Πήγαινα στο 5ο Γυμνάσιο Αρρένων.
Το 5ο Γυμνάσιο, τότε,
είχε ευτυχήσει να έχει μια τάξη
με ανθρώπους που αργότερα
είχαν να κάνουν με την τέχνη.
Φέρτης, Χρονόπουλος, Καλλιφατίδης,
Λυμπερόπουλος, Ασημακόπουλος,
εγώ, συμμαθητές όλοι.
Παιδιά των Εξαρχείων ήμασταν,
το σχολείο ήταν στα Εξάρχεια.
Εκεί έγιναν οι πρώτες παραστάσεις
του 5ου Γυμνασίου Αρρένων, που
όταν παίζονταν στο Θέατρο Κεντρικόν,
χάλαγε ο κόσμος. Είχαμε μεγάλο σουξέ.
Παίζαμε όλοι μαζί ως μαθητές και
οι εισπράξεις πήγαιναν στο σχολείο.
Στο Γυμνάσιο γεννήθηκε η μαγιά.
Και πήγα και έδωσα στον Κουν,
όπως και οι περισσότεροι από εμάς
που σαν συνεννοημένοι βρεθήκαμε
όλοι στο Θέατρο Τέχνης.
Το κυρίως Θέατρο
το ανακάλυψα με τον δάσκαλό μου,
τον Κουν. Ο Κουν ήταν ένα φαινόμενο.
Αφού τελείωσα τη σχολή,
έμεινα δύο χρόνια στο Τέχνης
και ύστερα έφυγα.
Αισθάνθηκα πως ό,τι είχα να πάρω
το πήρα και θεώρησα καλό να βγω
στον ελεύθερο στίβο.
Και πήγα στον Μουσούρη που ήταν
το τελωνείο του Ελληνικού Θεάτρου.
Όποιος πέρναγε
από το Θέατρο Μουσούρη
ήταν πια επαγγελματίας ηθοποιός.
Τί είναι το ταλέντο
ούτε ξέρω, ούτε ήξερα.
Ήξερα όμως πως
αυτή είναι η δουλειά μου.
Αφιερώθηκα και προχώρησα.
Είμαι μια ολόκληρη ζωή στο Θέατρο.
Και δεν είπα ποτέ, νισάφι πια.
Εξήντα χρόνια τώρα, έχω παίξει
όλο το παγκόσμιο ρεπερτόριο.
Από τον Κάρολο Κουν
μου έμεινε αυτό που μας έλεγε:
”Η δουλειά
είναι το κυρίαρχο στο Θέατρο,
η επιμονή να είσαι σχεδόν ασκητής
σε αυτό που κάνεις.”
Δούλεψα πολύ. Δουλεύω πολύ.
Κάνω τη δουλειά μου με μεράκι,
δεν την κάνω αγγαρεία.
Πώς χτίζεται ένας ρόλος;
Σιγά – σιγά όπως με την κολύμβηση.
Βάζεις το δαχτυλάκι σου πρώτα,
το πόδι σου μετά.
Ποτέ δεν πας κατευθείαν στα βαθιά.
Πνίγεσαι.
Σου παίρνει πολύ χρόνο
αλλά αυτός ο χρόνος σε χτίζει.
Καταρχάς απορρίπτω συνέχεια
τον εαυτό μου.
Σαν τον συγγραφέα που σβήνει
και σβήνει…
Αν ξεκινήσεις και πεις ”το ‘χω”,
δεν έχεις τίποτα.
Η επιτυχία και το χειροκρότημα
έχουν σημασία όταν αισθάνεσαι
εσύ καλά.
Γιατί μπορεί να σε χειροκροτούν,
και να ξέρεις ότι δεν ήσουν καλός.
Υπάρχουν ρόλοι που θα μπορούσα
να τους είχα κάνει καλύτερα.
Ποτέ δεν έχω φτάσει στο απόλυτο.
Αν είχα φτάσει, θα είχα πεθάνει.
Αυτή είναι η ομορφιά…
Γιώργος Μιχαλακόπουλος
Σαν σήμερα, πέρυσι, έφυγε από τη ζωή.
…………………………………………………………………
Πηγή: bovary. gr
Απόσπασμα από συνέντευξη
στη Μυρτώ Λοβέρδου.
Φωτογραφία:
Μαριλένα Αναστασιάδου
Γιώργος Βελέντζας
Γιώργος Βελέντζας
Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1927. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Μετά τις σπουδές, το 1948, ξεκίνησε την επαγγελματική του καριέρα τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο, με εξαιρετικές συνεργασίες. Οι ρόλοι του στον κινηματογράφο ήταν μικροί, αλλά δεν περνούσαν απαρατήρητοι. Κατέχει μαζί με λίγους ηθοποιούς, το ρεκόρ συμμετοχών σε κινηματογραφικές ταινίες, με σύνολο 209.
Πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση έγινε το 1948, με την ταινία «Οχυρό 27» του Μαυρίκιου Νόβακ και της Νόβακ Φιλμς. Την επόμενη χρονιά, το 1949, ξεκίνησε και η συνεργασία του με τη Φίνος Φιλμ, συμμετέχοντας στην ταινία «Τελευταία Αποστολή». Συνέχισε την κινηματογραφική του καριέρα, με πλούσια συμμετοχή, έχοντας στο ενεργητικό του περισσότερες από 200 ταινίες. Χαρακτηριστικός ήταν ο ρόλος του στην κωμωδία του Θόδωρου Μαραγκού «Από πού πάνε για τη Χαβούζα;» (1978), όπου έκανε τον αδερφό της Άννας Μαντζουράνη, ενώ στην ταινία του Ερρίκου Θαλασσινού «Ο Τσαρλατάνος» (1973) με το Θανάση Βέγγο, ο Βελέντζας υποδύθηκε τον αυστηρό διοικητή του αστυνομικού τμήματος. Έπαιξε πολλές φορές ρόλους στρατιωτικού, κυρίως όμως αστυνομικού. Το 1993, για τη συμμετοχή του στην ταινία «Ζωή Χαρισάμενη», κέρδισε το βραβείο ερμηνείας Β’ Ανδρικού ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Τελευταία του εμφάνιση στη μεγάλη οθόνη ήταν το 2010, στην ταινία του Τζώρτζη Αγαθονικιάδη «Πικρό Χιόνι». Ασχολήθηκε με το ντουμπλάρισμα φωνής, σε πολλές ελληνικές ταινίες του 1950 – 70 και σε μεταγλωττίσεις για την τηλεόραση («Μικρό σπίτι στο λιβάδι»). Επίσης, έκανε ένα σημαντικό πέρασμα και από το ραδιόφωνο. Συμμετείχε και στο πετυχημένο σήριαλ του ΑΝΤ1 «Κωνσταντίνου και Ελένης», ως ο πατέρας της Ματίνας.
«Dance me to the end of love» Η ιστορία του τραγουδιού!
🌹Πολλοί νομίζουν πως είναι ένα ερωτικό τραγούδι, ένα τραγούδι πάθους, ερωτισμού. Ένα τραγούδι που μιλά για εραστές. Όμως δεν είναι.
Το «Χόρεψέ με στην ομορφιά σου με ένα φλεγόμενο βιολί» είναι ένα αvτιν*ζιστικό τραγούδι. Ένα ποίημα. Είναι ένας ύμνος στη ζωή. Είναι το ίδιο το Ολοκαύτωμα.
Είναι αυτά που τον επηρέασαν να το γράψει.
Σαν είδε εικόνες και διάβασε ιστορίες των ανθρώπων. Ανθρώπων του Άουσβιτς, του Νταχάου.
Σαν είδε φωτογραφίες από τους φούρνους αερίων, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Σαν είδε κι εκείνη την εικόνα του κουαρτέτου. των μουσικών που υποχρεώθηκαν να παίζουν μουσική όσο οι άλλοι καιγόντουσαν στους φούρνους.
Των ίδιων των κρατουμένων που έπρεπε να ακουμπούν τα όργανα και να βγάζουν ήχους για να συνοδεύσουν τους συγκρατούμενους τους στο τέλος. Νότες να ηχούν όσο οι άλλοι οδηγούνταν στον θάνατο.
Σαν διάβασε πως κι οι οργανοπαίχτες οδηγήθηκαν εκείνη τη μέρα στο θάνατο. Τον δικό τους.
Κι ύστερα δίχως μουσική πια κι ο τελευταίος της ομάδας των μουσικών. Εκείνος ο Εβραίος που έπαιζε το βιολί.
Το τρομακτικό ταξίδι του χαμού που έφτασε και για εκείνον. Οδηγήθηκε στο φούρνο. Δίχως μουσική και δίχως βιολί…
Εκείνος που τα είδε όλα. Εκείνος που το ‘γραψε, πέθανε σαν σήμερα και φτώχυνε ο κόσμος δίχως τη φωνή του.
Ο Λέοναρτ Κοέν έφυγε στις 7 Νοέμβρη, το 2016. Ο Λέοναρντ που έγραψε «Dance me to the end of love». Που μίλησε κατά του v*ζισμού.
✍️ Gianna Kouka
#LeonardCohen #EndFascism #ProtectPeople
Γιάννης Καλαμίτσης:Άνθρωποι μονάχοι
Κάποτε, κάθε πρωί γύρω στις 05.30,
έπαιρνε τηλέφωνο στο ραδιόφωνο
μια μεγάλη Ελληνίδα ηθοποιός
– δε ζει πια – και μου έλεγε:
”Παιδάκι μου τι ώρα είναι;”
Δεν είναι ότι δεν είχε ρολόι.
Δεν είχε με ποιον να μιλήσει.
Είναι σκληρή η μοναξιά.
Εγώ την έζησα.
Από τα 16 μου και για πολλά χρόνια
ήμουν εντελώς μόνος σε ξένη χώρα.
Να πηγαίνεις στο ψιλικατζίδικο,
μόνο και μόνο για να βρεις
έναν άνθρωπο και να του πεις:
”Καλημέρα”.
Το τραγούδι Άνθρωποι Μονάχοι,
σε σύνθεση Γιάννη Σπανού
και ερμηνείας Βίκυς Μοσχολιού,
μπήκε τελευταίο στο δίσκο.
Είχανε γράψει τις ορχήστρες στα
άλλα τραγούδια και τους έλειπε ένα.
Ο Μάνος Ελευθερίου βρήκε το στίχο
πάνω στο πιάνο του Σπανού
– τον είχα ταχυδρομήσει –
και του είπε να τον μελοποιήσει.
Επειδή δε γινόταν να μπει ορχήστρα,
το τραγούδι δισκογραφήθηκε
μόνο με κιθάρα.
Δεν έκανε μεγάλη επιτυχία αμέσως.
Άργησε κάποια χρόνια να γίνει αγαπητό.
Υπάρχουν άνθρωποι
που ζουν μονάχοι
σαν το ξεχασμένο στάχυ,
ο κόσμος γύρω άδειος κάμπος
κι αυτοί στης μοναξιάς το θάμπος,
σαν το ξεχασμένο στάχυ,
άνθρωποι μονάχοι.
Υπάρχουν άνθρωποι
που ζουν μονάχοι
όπως του πελάγου οι βράχοι,
ο κόσμος θάλασσα που απλώνει
κι αυτοί βουβοί, σκυφτοί και μόνοι,
ανεμοδαρμένοι βράχοι,
άνθρωποι μονάχοι.
Άνθρωποι μονάχοι,
σαν ξερόκλαδα σπασμένα,
σαν ξωκλήσια ερημωμένα,
σαν εσένα, σαν εμένα…
Γιάννης Καλαμίτσης
Σαν σήμερα,
το 2013, έφυγε από τη ζωή.
Βίκυ Μοσχολιού / Πρόσωπα
Γεννήθηκα το 1943,
στο Μεταξουργείο, σε μια αυλή
που ζούσανε τρεις οικογένειες,
άρρωστες και οι τρεις
από την ασθένεια της Κατοχής,
τη φυματίωση.
Ζούσαμε σ’ ένα δωμάτιο τέσσερα
επί τέσσερα. Δεν είχαμε ανέσεις.
Η μητέρα μου,
άρρωστη από φυματίωση,
θα ήταν δεκάξι ετών όταν με είχε.
Σήμερα μου λέει πως από μικρή
φαινόμουν ότι θα γίνω ξενυχτού.
Όλη μέρα κοιμόμουν
και τη νύχτα ήμουν ξύπνια.
Και η γυναίκα τί να κάνει…
Όλη μέρα έπλενε και όλη νύχτα
αναγκαζόταν να με γυρνάει στην
αυλή για να μην ενοχλώ τους άλλους.
Οι γονείς μου
αγόρασαν με χίλιες δυο στερήσεις
ένα οικόπεδο εκτός σχεδίου
στην Αγία Βαρβάρα, στο Αιγάλεω.
Χτίσαμε. Ένα δωμάτιο με κεραμίδια.
Ο πατέρας μου
δούλευε στη λαχαναγορά κι έτρεφε
τρία παιδιά, τη γιαγιά και τη μάνα μου.
Μια μέρα ένας θείος μου
με πήγε μαζί με μια ξαδέρφη μου
στα Ταλέντα του Γιώργου Οικονομίδη
να τραγουδήσουμε, έτσι για πλάκα.
Μόλις κατεβήκαμε κάτω, ήταν εκεί
ένας από το θέατρο Διάνα και μας
ζήτησε να πάμε να τραγουδήσουμε.
Ο πατέρας μου αντέδρασε
κι έτσι δεν πήγαμε.
Μετά από μερικά χρόνια
αρρώστησε από την καρδιά του
και λέει στη μητέρα μου
η ξαδέλφη μου, Έφη Λίντα,
που τραγουδούσε τότε
στην ”Τριάνα” του Βασίλη Χειλά
με τη Δούκισσα και τον Μπιθικώτση:
– Άφησέ την. Θα παίρνει
και 150 δραχμές την ημέρα.
Από εκεί που δεν είχαμε μία,
150 δραχμές ήταν πολλά χρήματα.
Ανέβηκα στην ”Τριάνα”
ανήμερα το Πάσχα του 1962.
Η Δούκισσα με βοήθησε πολύ
και ο Γρηγόρης,
που τότε ήτανε στο φόρτε του,
με πηγαινοέφερνε στο σπίτι μου.
Με βοήθησε πολύ
και ο Γιάννης Καραμπεσίνης.
Μου έβαζε δίσκους να δω πώς
τραγουδάνε. Μου έκανε πρόβες.
Με βοήθησε ο Γιώργος Ζαμπέτας.
Με προστάτευε με συμβουλές,
μου είχε ξεχωριστή αγάπη,
ήξερε τους γονείς μου πολύ καλά.
Οι οικογένειές μας ήταν πολύ δεμένες.
Μου έδωσαν τραγούδια ο Σταύρος
Ξαρχάκος, ο Απόστολος Καλδάρας,
ο Γιάννης Σπανός, ο Δήμος Μούτσης,
ο Άκης Πάνου, ο Γιώργος Ζαμπέτας,
ο Γιάννης Μαρκόπουλος
και όλοι οι μεγάλοι συνθέτες.
Προσπαθούσα να μπαίνω
στο πετσί του συνθέτη,
να καταλαβαίνω τί σκεφτόταν
την ώρα που έγραφε το τραγούδι,
πώς το νιώθει εκείνος.
Φρόντιζα πάντα να σέβομαι
τον εαυτό μου και το κοινό.
Είπα τραγούδια με κοινωνικό στίχο
που μίλησε στην ψυχή του Έλληνα.
Τραγούδησα ”Τα τρένα που φύγαν
αγάπες μού πήρανε” των Βαγγέλη
Γκούφα και Βασίλη Ανδρεόπουλου,
είπα το ”Προσκύνημα”
του Ιάκωβου Καμπανέλλη,
το ”Νυν και Αεί”
και το ”Ο Σαμ, ο Τζώννυ και ο Ιβάν”
του Νίκου Γκάτσου,
σε μουσική Σταύρου Ξαρχάκου
στην έξαρση της Μεταπολίτευσης.
Τραγούδησα στίχους
του Δημήτρη Χριστοδούλου,
”Κοντά στα ξημερώματα
και πριν να βγει ο ήλιος”,
είπα τον ”Αλήτη” του Ζαμπέτα,
που όποιος τον αναλύσει
θα δει τί λέει…
”Ξενύχτησα στην πόρτα σου
και σιγοτραγουδώ,
Δεν ξέρω πόσο σ’ αγαπώ,
Κάτω από τη μαρκίζα,
Πέρα από τη θάλασσα,
Άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε,
Θα κλείσω τα μάτια,
θ’ απλώσεις τα χέρια,
Ασφαλώς και δεν πρέπει
να μας δούνε παρέα,
Ένα αστέρι πέφτει, πέφτει,
Χάθηκε το φεγγάρι,
Ναύτης βγήκε στη στεριά
για περιπολία,
Άνθρωποι μονάχοι,
Έτσι είναι η ζωή
και πώς να την αλλάξεις,
Επεμβαίνεις, επεμβαίνεις,
Μιλώ για τα παιδιά μου,
και ιδρώνω.”
Δούλεψα πολύ
για να τα κάνω όλα αυτά.
Θα μπορούσα να έχω κερδίσει
πολλά λεφτά λέγοντας σουξεδάκια.
Ήθελα να κερδίσω κάπου αλλού.
Το κέρδος μου θα είναι ο σεβασμός
από τους νεότερους τραγουδιστές
και τα τραγούδια μου.
Είναι πολιτισμός το τραγούδι,
δεν είναι λεφτά.
Θέλω να ευχαριστήσω όλους τους
δημιουργούς που μου εμπιστεύθηκαν
τα τραγούδια τους.
Και θέλω να πω ένα μεγάλο
ευχαριστώ στους δημοσιογράφους.
Μου στάθηκαν πολύ. Με αγάπησαν.
Τώρα αν βρέθηκαν και κάποιοι να
με ειρωνευτούν σε κάποια πράγματα
που υποστήριζα για τη θρησκεία,
δε λέει και τίποτα…
Βίκυ Μοσχολιού
Σαν σήμερα,
το 2005, έφυγε από τη ζωή.
………………………………………………………………..
Πηγές:
mousiki – periodiko. gr
Απόσπασμα από συνέντευξη
στον Γιώργο Π. Τσάμπρο.
musiccorner. gr
Απόσπασμα από συνέντευξη
στην Γιώτα Γεωργουλέα.