Τζένη Βάνου – Πρόσωπα

Γεννήθηκα στην Αθήνα.

Όταν με άκουσε να τραγουδάω

στο σπίτι της μαμάς μου

ο δημοσιογράφος

Γιώργος Κολοκοτρώνης,

με σύστησε στον Μίμη Πλέσσα.

Ο Μίμης μού είπε:

”Αναμφισβήτητα έχεις αξία.”

Μπήκα στην ορχήστρα του.

Την πρώτη φορά

που διαγωνιζόταν τραγούδι μου

στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης,

ο Δημήτρης Χορν,

που ήταν μέλος της επιτροπής,

ψήφισε ”Τζένη Βάνου”.

Η διευθύντρια του μουσικού

προγράμματος τού είπε:

”Τάκη, τραγούδια ψηφίζουμε”.

Εκείνος της απάντησε:

”Μα, δεν έχετε καταλάβει ακόμα,

ότι τα επόμενα πενήντα χρόνια

θα μας ”βασανίζει” με τη φωνή της;”

Το πρώτο μου σουξέ, το 1963,

ήταν το: ”Αν σ’ αρνηθώ αγάπη μου”.

Το 1964 ο Γιώργος Μουζάκης

μου έγραψε τη ”Σκλάβα” και το

”Θέλω κοντά σου να μείνω”, που το

τραγούδησα με τον Γιάννη Βογιατζή.

Δεν έκανα κάτι τρανταχτό μέχρι

το 1969, που με κάλεσε ο Φίνος.

Ο Νίκος Μαμαγκάκης

αργούσε να του παραδώσει

τη μουσική για την ταινία

”Η Λεωφόρος του Μίσους”,

γιατί η τραγουδίστριά του

δε μπορούσε να το ”βγάλει”.

Πάω εγώ,

το μαθαίνω, το ηχογραφώ,

παίρνω 350 δραχμές και φεύγω.

Ένα μου προσόν

ήταν ότι είχα μουσικότητα

ενώ δεν ήξερα από μουσική.

Βγαίνει η ταινία και γίνεται

Χαμός!

Ήμουν τότε στην εταιρεία ”Βεντέτα”

της Πόλυς Πάνου και μου τηλεφωνεί

ο άντρας της, ο Στέλιος Πελαγίδης,

και μου λέει:

”Έχουν σπάσει τα τηλέφωνα.

Ποιο είναι το…

”Ο ήλιος βγαίνει μες στα μάτια σου;”

Και του απαντώ:

”Μήπως είναι από την ταινία;”

Είχα ξεχάσει και τα λόγια!…

Μου τηλεφωνεί

ο Τάκης Λαμπρόπουλος,

διευθυντής της Κολούμπια.

”Κορίτσι μου, σε θέλει ο Χατζιδάκις.”

Μόλις το άκουσα, διαλύθηκα…

Ο Μάνος Χατζιδάκις με συγκλόνιζε

αλλά ήταν σε μόνιμη αντιπαράθεση

με τον Μίμη Πλέσσα.

Του λέω:

”Τάκη, ο Μίμης με έβγαλε.

Πώς θα του το κάνω αυτό;”

Πολλά χρόνια αργότερα

συνάντησα τον Χατζιδάκι.

Μου είπε: ”Λυπάμαι. Είσαι ανόητη.

Έχασες την ευκαιρία της ζωής σου.

Δε θα σου δώσω τραγούδια μου.”

Έμεινα με τη μεγάλη πίκρα

ότι δεν τραγούδησα Χατζιδάκι.

Αλλά μπορεί να τα είχα πει,

να χαλούσε ο κόσμος, κι εγώ

να μην κοιμόμουν το βράδυ.

Παντρεύομαι, κάνω το γιο μου

και φεύγουμε οικογενειακώς

για την Αμερική.

Κάνω πενταετές συμβόλαιο

με ελληνοαμερικανική εταιρεία,

και εμφανίζομαι στου ”Μολφέτα”,

το καλύτερο ελληνικό μαγαζί

της Νέας Υόρκης.

Αλλά τη ζωή στην Αμερική

δεν την άντεχα.

Έμεινα έγκυος στην κόρη μου

και είπα: ”Δε γίνεται να μείνω.”

Με το που επέστρεψα,

χώρισα με τον άντρα μου

κι έμεινα με δυο παιδιά,

χωρίς καμιά βοήθεια.

Ήμουν άνεργη και χωρίς εταιρεία.

Μ’ έσωσε ο Τόλης Βοσκόπουλος.

Με βρήκε στην Πανεπιστημίου

να κλαίω. Τραγικές εποχές.

Μου έγραψε το:

”Αγόρι μου, αγόρι μου,

ανάσα μου και αίμα μου”,

και με επέβαλε στη Μinos.

Εκεί χτύπησα φλέβα χρυσού,

στην κυριολεξία.

Τότε είναι

που με τον Πλέσσα κάνω το

”Σε βλέπω στο ποτήρι μου”,

και με τον Τάκη Μουσαφίρη παίρνω

χρυσό δίσκο με το ”Τρένο της Ζωής”.

Στη Minos έμεινα

μέχρι το 1988, οπότε σταμάτησα

να έχω τη δημοτικότητα που είχα.

Άρχισα

να εμφανίζομαι σε δεύτερα μαγαζιά,

γιατί έπρεπε να βγάλω το μεροκάματο.

Στην αγωνία μου

να εξασφαλίσω δουλειά,

υπέγραφα μ’ όποιον ερχόταν πρώτος.

Και πάντα με λίγα χρήματα.

Όταν έχεις ανάγκη δεν διαλέγεις.

Αυτό με πίκραινε,

τις νύχτες δεν κοιμόμουν,

αλλά στο τέλος το κατάπια.

Έλεγα μέσα μου:

”Δεν πειράζει. Ξέρεις ποια είσαι.”

Κάθε τραγούδι που είπα, το ένιωθα

σαν ένα τρίλεπτο μυθιστόρημα

με πρωταγωνίστρια εμένα.

”Αν σ’ αρνηθώ αγάπη μου

κακό μεγάλο να βρω,

Η σκλάβα σου ήμουν,

η σκλάβα σου είμαι,

Θέλω κοντά σου να μείνω,

θέλω σκιά σου να γίνω,

Σε βλέπω στο ποτήρι μου

και πίνοντας σε πίνω,

Αγόρι μου,

ανάσα μου και αίμα μου,

Χίλιες φορές θα μ’ αρνηθείς,

χίλιες θα με ζητήσεις,

Αν είναι η αγάπη αμαρτία,

θα βγω να το φωνάξω με λατρεία,

Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ,

η αγάπη αυτή με πεθαίνει.”

Είπα δύσκολα τραγούδια.

Τραγούδια που ”έκαιγαν” τις φωνές.

Επειδή η φωνή μου

είχε εύρος, πολλοί συνθέτες

ήθελαν να ”παίξουν” μαζί της.

Χαίρομαι, βέβαια, γιατί

άφησα και ορισμένα διαμάντια.

Ο κόσμος

με ταύτισε μαζί τους αν και

δεν ήμουν εγώ η δημιουργός τους.

Ήμουν ένα εκτελεστικό όργανο.

Απλώς είχα ψυχή.

Όλη μου η ζωή

ήταν ένα δυνατό μελό.

Έχω κάνει πολλά λάθη.

Για λούσα δεν ξόδευα, πάθη

με αλκοόλ και χαρτιά δεν είχα,

όμως χρήματα δε μάζεψα.

Σεβάστηκα

κι αγάπησα τον εαυτό μου

πάντα ένα σκαλοπάτι πιο κάτω.

Δεν εκτίμησα

τη χρυσόσκονη που μ’ έλουσε

ο Θεός.

Τζένη Βάνου

Σαν σήμερα,

το 2014, έφυγε από τη ζωή.

…………………………………………………………..

Πηγές:

lifo. gr

Απόσπασμα από συνέντευξη

στον Χρήστο Παρίδη

kathimerini. gr

Απόσπασμα από συνέντευξη

στη Γιώτα Συκκά.

Φωτογραφία: ert. gr

ΙΡΕΝΑ ΣΕΝΤΛΕΡ Η γυναίκα που έσωσε 2.500 παιδιά στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

– Πώς είπαμε ότι λέγεστε;

– Μάργκαρετ Βάλντμαν.

– Α, μάλιστα!

– Είμαι η εγγονή της Λίλυ Βάλντμαν,

έσπευσα να διευκρινίσω

για τρίτη φορά. Και πρόσθεσα:

– Ήταν ένα

από τα παιδιά που σώσατε.

– Που έσωσα… ναι. Πάει πολύς καιρός.

– 1942. Πολύς καιρός, πράγματι.

Έκλεισε τα μάτια της και είχα την

εντύπωση ότι με τα βλέφαρα κλειστά

έβλεπε πολύ πιο καθαρά.

Το όνομα της Ιρένα είναι χαραγμένο

μέσα στην ψυχή μου, όπως είναι

και της γιαγιάς μου, της Λίλι.

Της έπιασα το χέρι και της ψιθύρισα,

παρόλο που ήξερα ότι δεν έπρεπε

να το κάνω.

– Είστε μια ηρωίδα, κυρία,

μια μεγάλη ηρωίδα.

Αμέσως συνοφρυώθηκε.

– Μην το λέτε αυτό Μάργκαρετ.

Οι ήρωες δε νιώθουν καμία ενοχή.

Η δική μου με κατατρώει.

Έκανα μία κίνηση προς τα πίσω.

– Ένοχη; Εσείς; Μα γιατί;

Ξανάνοιξε τα μάτια και τα κάρφωσε σε

ένα αόρατο σημείο πριν μουρμουρίσει:

– Νιώθω ένοχη

που δεν έσωσα περισσότερα παιδιά…

Από το 1942, με κίνδυνο της ζωής της,

η Ιρένα Σέντλερ, υπάλληλος

της Κοινωνικής Πρόνοιας στη Βαρσοβία,

κατάφερε να φυγαδεύσει περίπου

2.500 παιδιά από το εβραικό γκέτο,

ενώ φυλασσόταν μέρα και νύχτα

από τους Ναζί.

Ξεγελώντας τις Αρχές

κατάφερε να τα περάσει

μέσα από υπόγεια ή υπονόμους,

μέσα σε κούτες από χαρτόνι,

σε βαλίτσες, σε σακίδια,

σε μαξιλαροθήκες,

κάτω από σκουπίδια.

Το 1965 ανακηρύχθηκε

”Δίκαιη των Εθνών”.

…………………………………………………………..

Απόσπασμα

από το βιβλίο του Ζιλμπέρ Σινουέ:

ΙΡΕΝΑ ΣΕΝΤΛΕΡ

Η γυναίκα που έσωσε 2.500 παιδιά

στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

Στέλιος Καζαντζίδης – Αποσύρθηκα  με τη θέλησή μου από τα κέντρα.

– Αποσύρθηκα

με τη θέλησή μου από τα κέντρα.

Παρόλο που εκείνα τα χρόνια

υπήρχε ουσιαστική επαφή ανάμεσα

στο κοινό και τον καλλιτέχνη,

τα κέντρα μάζευαν και κακοποιούς,

είχαν καταντήσει εστίες καυγάδων,

όπου μαχαίρια έβγαιναν,

πυροβολισμοί έπεφταν,

μπράβοι κυκλοφορούσαν.

Υπήρχαν εποχές που κάθε βράδυ

με συνόδευαν ως το σπίτι μου,

δύο αυτοκίνητα

με ανθρώπους του κέντρου,

για να φτάσω σίγουρα ζωντανός.

Έδινα τόπο στην οργή, με νόμιζαν

δειλό αλλά ήταν ζωή αυτό το πράγμα;

– Μείνατε, ωστόσο,

15 χρόνια και τα εγκαταλείψατε

τη στιγμή της μεγάλης σας ακμής.

Συνειδητά διαλέξατε τη στιγμή αυτή;

– Όχι. Αλλά η κατάσταση την εποχή

που έφυγα είχε καταντήσει αφόρητη.

Θυμάμαι

ένα αφεντικό που, για να με δελεάσει

ώστε να είμαι στο μαγαζί του,

μου είπε ότι θα έχουμε μέσα

κι οχτώ – εννιά γυναίκες

που θα αλωνίζουν κ.λπ.

”Σε μένα μιλάς έτσι”, του λέω,

”που δεν επιτρέπω σε γυναίκα

να κατέβει σε τραπέζι, ή να κάτσει

σταυροπόδι στο παλκοσένικο;”

Είχα τέτοιες παραξενιές

στη δουλειά μου, που σιγά – σιγά

όλο και λιγότερο με σήκωνε το κλίμα.

Επικρατούσε μια αναρχία.

Το σπάσιμο είχε γίνει της μόδας.

Ένα γεγονός το τελευταίο βράδυ

της αποκριάς του 1965, με έκανε

να πάρω τη μεγάλη απόφαση.

Τραγουδούσα, και μια Αγγλίδα

δασκάλα που ερχόταν κάθε βράδυ

με τον συνοδό της, έναν ταξιτζή,

αρπάζει ένα μπουκάλι

και το πετάει στην πίστα.

Σκεφτείτε ότι

ο πάτος του μπουκαλιού ξεκόλλησε,

πέρασε ξυστά από το πρόσωπό μου

και σφηνώθηκε με τέτοια δύναμη

στη γύψινη διακόσμηση του τοίχου

πίσω μου, ώστε δε φαινόταν!

Κατέβηκα από το παλκοσένικο,

πήγα στο καμαρίνι κι εκεί έκανα

μια συνομιλία με τον εαυτό μου

μπροστά στον καθρέφτη.

Είπα, ”απόψε είναι

η τελευταία σου βραδιά σε κέντρο.

Δε θα ξαναδουλέψεις γιατί κινδυνεύει

κι αυτή η σωματική σου ακεραιότητα.”

Κι έδωσα έναν πολύ σοβαρό όρκο

που, όπως ξέρετε, τον τήρησα.

Στέλιος Καζαντζίδης

………………………………………………………….

Απόσπασμα από το βιβλίο

της Όλγας Μπακομάρου

ΩΣΕΙ ΠΑΡΩΝΤΕΣ

Φωτογραφία:

Γιάννης Βελισσαρίδης

Γιώργος Μιχαλακόπουλος / Πρόσωπα

Γεννήθηκα στην Αθήνα. Λεωφόρος

Αλεξάνδρας – Γκύζη – Εξάρχεια.

Αυτή ήταν η περιοχή μου.

Πήγαινα στο 5ο Γυμνάσιο Αρρένων.

Το 5ο Γυμνάσιο, τότε,

είχε ευτυχήσει να έχει μια τάξη

με ανθρώπους που αργότερα

είχαν να κάνουν με την τέχνη.

Φέρτης, Χρονόπουλος, Καλλιφατίδης,

Λυμπερόπουλος, Ασημακόπουλος,

εγώ, συμμαθητές όλοι.

Παιδιά των Εξαρχείων ήμασταν,

το σχολείο ήταν στα Εξάρχεια.

Εκεί έγιναν οι πρώτες παραστάσεις

του 5ου Γυμνασίου Αρρένων, που

όταν παίζονταν στο Θέατρο Κεντρικόν,

χάλαγε ο κόσμος. Είχαμε μεγάλο σουξέ.

Παίζαμε όλοι μαζί ως μαθητές και

οι εισπράξεις πήγαιναν στο σχολείο.

Στο Γυμνάσιο γεννήθηκε η μαγιά.

Και πήγα και έδωσα στον Κουν,

όπως και οι περισσότεροι από εμάς

που σαν συνεννοημένοι βρεθήκαμε

όλοι στο Θέατρο Τέχνης.

Το κυρίως Θέατρο

το ανακάλυψα με τον δάσκαλό μου,

τον Κουν. Ο Κουν ήταν ένα φαινόμενο.

Αφού τελείωσα τη σχολή,

έμεινα δύο χρόνια στο Τέχνης

και ύστερα έφυγα.

Αισθάνθηκα πως ό,τι είχα να πάρω

το πήρα και θεώρησα καλό να βγω

στον ελεύθερο στίβο.

Και πήγα στον Μουσούρη που ήταν

το τελωνείο του Ελληνικού Θεάτρου.

Όποιος πέρναγε

από το Θέατρο Μουσούρη

ήταν πια επαγγελματίας ηθοποιός.

Τί είναι το ταλέντο

ούτε ξέρω, ούτε ήξερα.

Ήξερα όμως πως

αυτή είναι η δουλειά μου.

Αφιερώθηκα και προχώρησα.

Είμαι μια ολόκληρη ζωή στο Θέατρο.

Και δεν είπα ποτέ, νισάφι πια.

Εξήντα χρόνια τώρα, έχω παίξει

όλο το παγκόσμιο ρεπερτόριο.

Από τον Κάρολο Κουν

μου έμεινε αυτό που μας έλεγε:

”Η δουλειά

είναι το κυρίαρχο στο Θέατρο,

η επιμονή να είσαι σχεδόν ασκητής

σε αυτό που κάνεις.”

Δούλεψα πολύ. Δουλεύω πολύ.

Κάνω τη δουλειά μου με μεράκι,

δεν την κάνω αγγαρεία.

Πώς χτίζεται ένας ρόλος;

Σιγά – σιγά όπως με την κολύμβηση.

Βάζεις το δαχτυλάκι σου πρώτα,

το πόδι σου μετά.

Ποτέ δεν πας κατευθείαν στα βαθιά.

Πνίγεσαι.

Σου παίρνει πολύ χρόνο

αλλά αυτός ο χρόνος σε χτίζει.

Καταρχάς απορρίπτω συνέχεια

τον εαυτό μου.

Σαν τον συγγραφέα που σβήνει

και σβήνει…

Αν ξεκινήσεις και πεις ”το ‘χω”,

δεν έχεις τίποτα.

Η επιτυχία και το χειροκρότημα

έχουν σημασία όταν αισθάνεσαι

εσύ καλά.

Γιατί μπορεί να σε χειροκροτούν,

και να ξέρεις ότι δεν ήσουν καλός.

Υπάρχουν ρόλοι που θα μπορούσα

να τους είχα κάνει καλύτερα.

Ποτέ δεν έχω φτάσει στο απόλυτο.

Αν είχα φτάσει, θα είχα πεθάνει.

Αυτή είναι η ομορφιά…

Γιώργος Μιχαλακόπουλος

Σαν σήμερα, πέρυσι, έφυγε από τη ζωή.

…………………………………………………………………

Πηγή: bovary. gr

Απόσπασμα από συνέντευξη

στη Μυρτώ Λοβέρδου.

Φωτογραφία:

Μαριλένα Αναστασιάδου

Γιώργος Βελέντζας

Γιώργος Βελέντζας

Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1927. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Μετά τις σπουδές, το 1948, ξεκίνησε την επαγγελματική του καριέρα τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο, με εξαιρετικές συνεργασίες. Οι ρόλοι του στον κινηματογράφο ήταν μικροί, αλλά δεν περνούσαν απαρατήρητοι. Κατέχει μαζί με λίγους ηθοποιούς, το ρεκόρ συμμετοχών σε κινηματογραφικές ταινίες, με σύνολο 209.

Πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση έγινε το 1948, με την ταινία «Οχυρό 27» του Μαυρίκιου Νόβακ και της Νόβακ Φιλμς. Την επόμενη χρονιά, το 1949, ξεκίνησε και η συνεργασία του με τη Φίνος Φιλμ, συμμετέχοντας στην ταινία «Τελευταία Αποστολή». Συνέχισε την κινηματογραφική του καριέρα, με πλούσια συμμετοχή, έχοντας στο ενεργητικό του περισσότερες από 200 ταινίες. Χαρακτηριστικός ήταν ο ρόλος του στην κωμωδία του Θόδωρου Μαραγκού «Από πού πάνε για τη Χαβούζα;» (1978), όπου έκανε τον αδερφό της Άννας Μαντζουράνη, ενώ στην ταινία του Ερρίκου Θαλασσινού «Ο Τσαρλατάνος» (1973) με το Θανάση Βέγγο, ο Βελέντζας υποδύθηκε τον αυστηρό διοικητή του αστυνομικού τμήματος. Έπαιξε πολλές φορές ρόλους στρατιωτικού, κυρίως όμως αστυνομικού. Το 1993, για τη συμμετοχή του στην ταινία «Ζωή Χαρισάμενη», κέρδισε το βραβείο ερμηνείας Β’ Ανδρικού ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Τελευταία του εμφάνιση στη μεγάλη οθόνη ήταν το 2010, στην ταινία του Τζώρτζη Αγαθονικιάδη «Πικρό Χιόνι». Ασχολήθηκε με το ντουμπλάρισμα φωνής, σε πολλές ελληνικές ταινίες του 1950 – 70 και σε μεταγλωττίσεις για την τηλεόραση («Μικρό σπίτι στο λιβάδι»). Επίσης, έκανε ένα σημαντικό πέρασμα και από το ραδιόφωνο. Συμμετείχε και στο πετυχημένο σήριαλ του ΑΝΤ1 «Κωνσταντίνου και Ελένης», ως ο πατέρας της Ματίνας.

«Dance me to the end of love» Η ιστορία του τραγουδιού!

🌹Πολλοί νομίζουν πως είναι ένα ερωτικό τραγούδι, ένα τραγούδι πάθους, ερωτισμού. Ένα τραγούδι που μιλά για εραστές. Όμως δεν είναι.

Το «Χόρεψέ με στην ομορφιά σου με ένα φλεγόμενο βιολί» είναι ένα αvτιν*ζιστικό τραγούδι. Ένα ποίημα. Είναι ένας ύμνος στη ζωή. Είναι το ίδιο το Ολοκαύτωμα.

Είναι αυτά που τον επηρέασαν να το γράψει.

Σαν είδε εικόνες και διάβασε ιστορίες των ανθρώπων. Ανθρώπων του Άουσβιτς, του Νταχάου.

Σαν είδε φωτογραφίες από τους φούρνους αερίων, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Σαν είδε κι εκείνη την εικόνα του κουαρτέτου. των μουσικών που υποχρεώθηκαν να παίζουν μουσική όσο οι άλλοι καιγόντουσαν στους φούρνους.

Των ίδιων των κρατουμένων που έπρεπε να ακουμπούν τα όργανα και να βγάζουν ήχους για να συνοδεύσουν τους συγκρατούμενους τους στο τέλος. Νότες να ηχούν όσο οι άλλοι οδηγούνταν στον θάνατο.

Σαν διάβασε πως κι οι οργανοπαίχτες οδηγήθηκαν εκείνη τη μέρα στο θάνατο. Τον δικό τους.

Κι ύστερα δίχως μουσική πια κι ο τελευταίος της ομάδας των μουσικών. Εκείνος ο Εβραίος που έπαιζε το βιολί.

Το τρομακτικό ταξίδι του χαμού που έφτασε και για εκείνον. Οδηγήθηκε στο φούρνο. Δίχως μουσική και δίχως βιολί…

Εκείνος που τα είδε όλα. Εκείνος που το ‘γραψε, πέθανε σαν σήμερα και φτώχυνε ο κόσμος δίχως τη φωνή του.

Ο Λέοναρτ Κοέν έφυγε στις 7 Νοέμβρη, το 2016. Ο Λέοναρντ που έγραψε «Dance me to the end of love». Που μίλησε κατά του v*ζισμού.

✍️ Gianna Kouka

#LeonardCohen #EndFascism #ProtectPeople

Γιάννης Καλαμίτσης:Άνθρωποι μονάχοι

Κάποτε, κάθε πρωί γύρω στις 05.30,

έπαιρνε τηλέφωνο στο ραδιόφωνο

μια μεγάλη Ελληνίδα ηθοποιός

– δε ζει πια – και μου έλεγε:

”Παιδάκι μου τι ώρα είναι;”

Δεν είναι ότι δεν είχε ρολόι.

Δεν είχε με ποιον να μιλήσει.

Είναι σκληρή η μοναξιά.

Εγώ την έζησα.

Από τα 16 μου και για πολλά χρόνια

ήμουν εντελώς μόνος σε ξένη χώρα.

Να πηγαίνεις στο ψιλικατζίδικο,

μόνο και μόνο για να βρεις

έναν άνθρωπο και να του πεις:

”Καλημέρα”.

Το τραγούδι Άνθρωποι Μονάχοι,

σε σύνθεση Γιάννη Σπανού

και ερμηνείας Βίκυς Μοσχολιού,

μπήκε τελευταίο στο δίσκο.

Είχανε γράψει τις ορχήστρες στα

άλλα τραγούδια και τους έλειπε ένα.

Ο Μάνος Ελευθερίου βρήκε το στίχο

πάνω στο πιάνο του Σπανού

– τον είχα ταχυδρομήσει –

και του είπε να τον μελοποιήσει.

Επειδή δε γινόταν να μπει ορχήστρα,

το τραγούδι δισκογραφήθηκε

μόνο με κιθάρα.

Δεν έκανε μεγάλη επιτυχία αμέσως.

Άργησε κάποια χρόνια να γίνει αγαπητό.

Υπάρχουν άνθρωποι

που ζουν μονάχοι

σαν το ξεχασμένο στάχυ,

ο κόσμος γύρω άδειος κάμπος

κι αυτοί στης μοναξιάς το θάμπος,

σαν το ξεχασμένο στάχυ,

άνθρωποι μονάχοι.

Υπάρχουν άνθρωποι

που ζουν μονάχοι

όπως του πελάγου οι βράχοι,

ο κόσμος θάλασσα που απλώνει

κι αυτοί βουβοί, σκυφτοί και μόνοι,

ανεμοδαρμένοι βράχοι,

άνθρωποι μονάχοι.

Άνθρωποι μονάχοι,

σαν ξερόκλαδα σπασμένα,

σαν ξωκλήσια ερημωμένα,

σαν εσένα, σαν εμένα…

Γιάννης Καλαμίτσης

Σαν σήμερα,

το 2013, έφυγε από τη ζωή.

Βίκυ Μοσχολιού / Πρόσωπα

Γεννήθηκα το 1943,

στο Μεταξουργείο, σε μια αυλή

που ζούσανε τρεις οικογένειες,

 

άρρωστες και οι τρεις

από την ασθένεια της Κατοχής,

τη φυματίωση.

 

Ζούσαμε σ’ ένα δωμάτιο τέσσερα

επί τέσσερα. Δεν είχαμε ανέσεις.

 

Η μητέρα μου,

άρρωστη από φυματίωση,

θα ήταν δεκάξι ετών όταν με είχε.

 

Σήμερα μου λέει πως από μικρή

φαινόμουν ότι θα γίνω ξενυχτού.

 

Όλη μέρα κοιμόμουν

και τη νύχτα ήμουν ξύπνια.

 

Και η γυναίκα τί να κάνει…

 

Όλη μέρα έπλενε και όλη νύχτα

αναγκαζόταν να με γυρνάει στην

αυλή για να μην ενοχλώ τους άλλους.

 

Οι γονείς μου

αγόρασαν με χίλιες δυο στερήσεις

 

ένα οικόπεδο εκτός σχεδίου

στην Αγία Βαρβάρα, στο Αιγάλεω.

 

Χτίσαμε. Ένα δωμάτιο με κεραμίδια.

 

Ο πατέρας μου

δούλευε στη λαχαναγορά κι έτρεφε

τρία παιδιά, τη γιαγιά και τη μάνα μου.

 

Μια μέρα ένας θείος μου

με πήγε μαζί με μια ξαδέρφη μου

 

στα Ταλέντα του Γιώργου Οικονομίδη

να τραγουδήσουμε, έτσι για πλάκα.

 

Μόλις κατεβήκαμε κάτω, ήταν εκεί

ένας από το θέατρο Διάνα και μας

ζήτησε να πάμε να τραγουδήσουμε.

 

Ο πατέρας μου αντέδρασε

κι έτσι δεν πήγαμε.

 

Μετά από μερικά χρόνια

αρρώστησε από την καρδιά του

 

και λέει στη μητέρα μου

η ξαδέλφη μου, Έφη Λίντα,

 

που τραγουδούσε τότε

στην ”Τριάνα” του Βασίλη Χειλά

με τη Δούκισσα και τον Μπιθικώτση:

 

– Άφησέ την. Θα παίρνει

και 150 δραχμές την ημέρα.

 

Από εκεί που δεν είχαμε μία,

150 δραχμές ήταν πολλά χρήματα.

 

Ανέβηκα στην ”Τριάνα”

ανήμερα το Πάσχα του 1962.

 

Η Δούκισσα με βοήθησε πολύ

 

και ο Γρηγόρης,

που τότε ήτανε στο φόρτε του,

με πηγαινοέφερνε στο σπίτι μου.

 

Με βοήθησε πολύ

και ο Γιάννης Καραμπεσίνης.

 

Μου έβαζε δίσκους να δω πώς

τραγουδάνε. Μου έκανε πρόβες.

 

Με βοήθησε ο Γιώργος Ζαμπέτας.

 

Με προστάτευε με συμβουλές,

μου είχε ξεχωριστή αγάπη,

 

ήξερε τους γονείς μου πολύ καλά.

Οι οικογένειές μας ήταν πολύ δεμένες.

 

Μου έδωσαν τραγούδια ο Σταύρος

Ξαρχάκος, ο Απόστολος Καλδάρας,

 

ο Γιάννης Σπανός, ο Δήμος Μούτσης,

ο Άκης Πάνου, ο Γιώργος Ζαμπέτας,

 

ο Γιάννης Μαρκόπουλος

και όλοι οι μεγάλοι συνθέτες.

 

Προσπαθούσα να μπαίνω

στο πετσί του συνθέτη,

 

να καταλαβαίνω τί σκεφτόταν

την ώρα που έγραφε το τραγούδι,

πώς το νιώθει εκείνος.

 

Φρόντιζα πάντα να σέβομαι

τον εαυτό μου και το κοινό.

 

Είπα τραγούδια με κοινωνικό στίχο

που μίλησε στην ψυχή του Έλληνα.

 

Τραγούδησα ”Τα τρένα που φύγαν

αγάπες μού πήρανε” των Βαγγέλη

Γκούφα και Βασίλη Ανδρεόπουλου,

 

είπα το ”Προσκύνημα”

του Ιάκωβου Καμπανέλλη,

 

το ”Νυν και Αεί”

και το ”Ο Σαμ, ο Τζώννυ και ο Ιβάν”

του Νίκου Γκάτσου,

 

σε μουσική Σταύρου Ξαρχάκου

στην έξαρση της Μεταπολίτευσης.

 

Τραγούδησα στίχους

του Δημήτρη Χριστοδούλου,

 

”Κοντά στα ξημερώματα

και πριν να βγει ο ήλιος”,

 

είπα τον ”Αλήτη” του Ζαμπέτα,

που όποιος τον αναλύσει

θα δει τί λέει…

 

”Ξενύχτησα στην πόρτα σου

και σιγοτραγουδώ,

 

Δεν ξέρω πόσο σ’ αγαπώ,

Κάτω από τη μαρκίζα,

 

Πέρα από τη θάλασσα,

Άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε,

 

Θα κλείσω τα μάτια,

θ’ απλώσεις τα χέρια,

 

Ασφαλώς και δεν πρέπει

να μας δούνε παρέα,

 

Ένα αστέρι πέφτει, πέφτει,

Χάθηκε το φεγγάρι,

 

Ναύτης βγήκε στη στεριά

για περιπολία,

 

Άνθρωποι μονάχοι,

 

Έτσι είναι η ζωή

και πώς να την αλλάξεις,

 

Επεμβαίνεις, επεμβαίνεις,

 

Μιλώ για τα παιδιά μου,

και ιδρώνω.”

 

Δούλεψα πολύ

για να τα κάνω όλα αυτά.

 

Θα μπορούσα να έχω κερδίσει

πολλά λεφτά λέγοντας σουξεδάκια.

 

Ήθελα να κερδίσω κάπου αλλού.

 

Το κέρδος μου θα είναι ο σεβασμός

από τους νεότερους τραγουδιστές

και τα τραγούδια μου.

 

Είναι πολιτισμός το τραγούδι,

δεν είναι λεφτά.

 

Θέλω να ευχαριστήσω όλους τους

δημιουργούς που μου εμπιστεύθηκαν

τα τραγούδια τους.

 

Και θέλω να πω ένα μεγάλο

ευχαριστώ στους δημοσιογράφους.

Μου στάθηκαν πολύ. Με αγάπησαν.

 

Τώρα αν βρέθηκαν και κάποιοι να

με ειρωνευτούν σε κάποια πράγματα

 

που υποστήριζα για τη θρησκεία,

δε λέει και τίποτα…

 

Βίκυ Μοσχολιού

 

Σαν σήμερα,

το 2005, έφυγε από τη ζωή.

………………………………………………………………..

 

Πηγές:

 

mousiki – periodiko. gr

Απόσπασμα από συνέντευξη

στον Γιώργο Π. Τσάμπρο.

 

musiccorner. gr

Απόσπασμα από συνέντευξη

στην Γιώτα Γεωργουλέα.

Τσαρλς Μπουκόφσκι / Πρόσωπα

Για να μπορέσεις να πεις

πως έφτασες στο τέρμα, πως είδες

όσα ήθελες και έχεις πια χορτάσει,

πρέπει να ξυπνήσεις ένα πρωί

και να αναρωτηθείς αν αντέχεις

να υπομείνεις την ημέρα που ξεκινάει.

Πρέπει να γευτείς λεμόνι και αλάτι

για να σε γλυκάνει μια σοκολάτα.

Πρέπει

να αποτύχεις για να επιτύχεις,

γιατί όσοι δεν απέτυχαν

είναι όσοι ποτέ δε ρίσκαραν.

Πρέπει να γνωρίσεις

τους λάθος ανθρώπους,

για να εκτιμήσεις

την αξία μιας συντροφιάς,

όταν βρίσκεις τους σωστούς.

Πρέπει

να απογοητευτείς από φίλους,

να γελάσεις με κρύα ανέκδοτα,

να υπομείνεις βαρετές ταινίες

μέχρι εκείνη που ασυναίσθητα

θα σε αλλάξει για πάντα.

Πρέπει

να χάσεις στα χαρτιά την ίδια μέρα

που θα χάσεις και στην αγάπη.

Πρέπει να μην έχεις

ούτε πίτα, ούτε σκύλο.

Πρέπει να χάσεις το κορίτσι πριν

βρεις το θάρρος να της εξηγήσεις.

Πρέπει να πληγωθείς

μα και πρέπει να πληγώσεις.

Πρέπει να αποχωριστείς

τον πρώτο σου έρωτα και να βρεις

το αέναο πάθος της ζωής σου.

Αφού το βρεις πρέπει

ολοκληρωτικά να του δοθείς.

Πρέπει να συνειδητοποιήσεις

πως η ζωή σου πήρε ένα δρόμο

που δε διάλεξες εσύ.

Πρέπει να συνειδητοποιήσεις

πως κάποια όνειρά σου

δε θα πραγματοποιηθούν,

και πως ακόμη

ποτέ δε θα τα καταφέρεις

να τα έχεις όλα.

Πρέπει να αναγνωρίσεις λόγω

εμπειρίας και όχι θεωρίας, πως

τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή,

δεν είναι πράγματα,

αφού επιθυμήσεις κάτι

που δε μπορείς να το αγοράσεις.

Πρέπει να δεις τον κόσμο σου να

καταρρέει τριγύρω μα και μέσα σου.

Πρέπει να ευχηθείς

να ήσουν για μια στιγμή αλλού,

σε εκείνο το ”εκεί”

που τόσο σου έχει λείψει.

Πρέπει να πιείς για να ξεχαστείς

και αντ’ αυτού

να θυμηθείς γιατί αξίζεις να ζεις.

Και πρέπει

να πεθάνεις μερικές φορές

πριν μπορέσεις πραγματικά να ζήσεις.

Τσαρλς Μπουκόβσκι

Πηγή: citycoulture. gr

Γιώργος Κωνσταντίνου / Ήμουν 6 ετών…

Ήμουν έξι χρονών. Βρεθήκαμε

στην Τήνο. Δεκαπενταύγουστο.

Η μητέρα μου ήθελε να προσκυνήσει.

Με πήρε μαζί της.

Βρισκόμασταν στην παραλία

όταν ξαφνικά ακούστηκε

μια φοβερή έκρηξη.

Ο κόσμος άρχισε

να τρέχει αλαφιασμένος

προς το εσωτερικό του νησιού.

Πανικός.

Όπως τρέχαμε, ψηλά, πάνω από τα

κεφάλια μας, διέσχιζαν του ουρανό

μαύρα κομμάτια σίδερο,

αφήνοντας πίσω τους καπνό.

Μπήκαμε μαζί με τους άλλους

σε μία ταβέρνα.

Ο ταβερνιάρης έκλεισε τις πόρτες

και μας συμβούλεψε, φοβισμένος

κι αυτός, να δείξουμε ψυχραιμία.

Επόμενη εικόνα: εγώ,

καθισμένος πάνω σ’ ένα γαιδούρι,

ανηφορίζοντας ένα βουνό.

Ο κόσμος ανεβαίνει με τα πόδια.

Ακούω.

Ένα καταδρομικό μας

έχει τορπιλιστεί στο λιμάνι

από υποβρύχιο.

Ήταν γεμάτο πυρομαχικά

και υπήρχε ο φόβος

μήπως ανατιναχτούν

και καταστρέψουν το νησί.

Από την κορυφή του χαμηλού

βουνού, είδα το χτυπημένο πλοίο

και σα να διέκρινα στη θάλασσα

ανθρώπους να κολυμπάνε

για να σωθούν.

Σε λίγο

το καράβι άρχισε να βουλιάζει,

χωρίς να ανατιναχτεί.

Ήσυχα, ήρεμα, παίρνοντας μαζί του

τις όμορφες μέρες ενός ειρηνικού,

ξέγνοιαστου κόσμου,

που βυθιζόταν τώρα

στο σκοτάδι και στην απόγνωση.

Το πλοίο ήταν η ”ΕΛΛΗ”

και το ημερολόγιο έγραφε

15 Αυγούστου 1940.

Γιώργος Κωνσταντίνου

…………………………………………………………….

Απόσπασμα από το βιβλίο:

SHOWTIME